17 Νοε 2018

Γιώργος Μητσάκης, 17 Νοεμβρίου 1993.

mhtsakhs.jpg]

Γιώργος Μητσάκης Όπου Γιώργος και μάλαμα..... Του Κώστα Μπαλαχούτη

Στο χώρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, λίγοι είναι εκείνοι που ασχολήθηκαν με όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής έκφρασης και κυμάνθηκαν ταυτόχρονα σε υψηλές στάθμες δημιουργίας. Ο Γιώργος Μητσάκης, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, όπου έκανε το ντεμπούτο του στην δισκογραφία ξεχώρισε αμέσως για την δύναμη των στίχων του, την πολυποίκιλη μουσική του φλέβα, την σωστή ερμηνεία του και την μαστοριά του στο μπουζούκι.

Άλλοτε στιβαρός και δωρικός κι άλλοτε αρχοντορεμπέτης και περιπαικτικός, ο Μητσάκης είχε το χάρισμα να διαφοροποιείται από τους ομότεχνους του.
Ακόμα και σαν προσωπικότητα αλλά και σαν φιγούρα πάνω στο πάλκο «πέρασε» το δικό του ύφος και στυλ. Χωρίς υπερβολή πέρα από τον κοινότοπη αλλά εύστοχη ετικέτα «Δάσκαλος» που του απένειμαν πολλοί, ο Μητσάκης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας πηγαίος εστέτ του λαϊκού πενταγράμμου.
Κι είναι κρίμα που μεγάλα μέρη από το εύρος και το μέγεθος του έργου του παραμένουν ακόμη και σήμερα ανεξερεύνητα κι ας έχουν δεκάδες τραγούδια του κερδίσει την δύσκολη μάχη με τον χρόνο. Γιατί πέρα από την εκτίμηση και αναγνώριση που χαίρει στον ευρύτερο μουσικό κύκλο, ο Μητσάκης δεν έχει «παρασημοφορηθεί» όσο άλλοι ισοδύναμοί του. Κι αυτό ίσως συμβαίνει γιατί τα media αλλά και η έρευνα, από άγνοια ή ακόμη και μικροπολιτική σκοπιμότητα, αποδίδουν τα εύσημα μόνο σε λιγοστούς και ορισμένους. Το περίεργο είναι ότι ο Μητσάκης μέχρι και την αναγκαστική «απόσυρσή» του από τα πράγματα παρέμενε επίκαιρος και ευρηματικός σημειώνοντας και στην δεκαετία του '70 επιτυχίες που κατέγραφαν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής. Όπως άλλωστε συνήθιζε να πράττει στην πολύχρονη διαδρομή του στο τραγούδι, όπου στην περίπτωσή του η περίφημη ρήση «Όπου Γιώργος και μάλαμα.» βρίσκει την απόλυτη επιβεβαίωση της.


 Εγώ γεννήθηκα στην Πόλη. Τον πατέρα μου τον λέγανε Στέφανο και τη μητέρα μου Αθηνά. Γεννήθηκα στο Μπέικος, μια περιοχή φημισμένη για τα καρύδια της. Ο παππούς μου είχε ανοίξει ένα μαγέρικο εκεί κοντά στα δικαστήρια και σιγά-σιγά είχε αποκτήσει φήμη. Ο πατέρας μου άρχισε να ψαρεύει. Πήρε και μια βάρκα -εγώ ήμουν τότε πολύ μικρός- πήρε και τη μάνα μου κι εμένα και πήγαμε και μείναμε στην Πρίγκηπο, σε κάτι παράγκες κοντά στην παραλία. Εκεί μένανε όλοι οι ψαράδες.
Εγώ γεννήθηκα το 1921. Αλλά έχω κι άλλο ένα πιστοποιητικό γεννήσεως το 1924. Κι αυτό γιατί είχαν αρχίσει να κυνηγάνε τους Ρωμιούς. Τα πράγματα σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα για μας τους Έλληνες. Είδαμε κι αποείδαμε, δε μας σήκωνε ο τόπος και αποφάσισε ο πατέρας μου να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα. Φορτώσαμε τα πράγματά μας σ' ένα ιταλικό πλοίο, μια σακαράκα, «Αμπάζια» λεγότανε. Και έπειτα από δεκαεφτά μέρες ταξίδι -πιάσαμε Αλεξανδρούπολη, πιάσαμε Θάσο- φτάσαμε στην Καβάλα.
Αυτό έγινε το 1935. Του πατέρα μου όμως δεν του πολυάρεσε. Αλλά και η μάνα μου φώναζε γιατί είχε ένα θείο ενωμοτάρχη στο Βόλο κι ήθελε να πάμε εκεί, μας είχε καλέσει ο θείος να πάμε κοντά του. Εκεί εγκατασταθήκαμε σ' ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Βόλο, την Άφυσσο. Ψαροχώρι ήτανε, ο πατέρας μου ψάρευε εκεί, ήτανε κι ο θείος εξουσία, αρχίσαμε λοιπόν να τα βολεύουμε κάπως. Εμένα όμως το αίμα μου έβραζε. >>1.

Ο νεαρός Μητσάκης τελειοποιεί τα ελληνικά του, για να μην γίνεται λόγω της προφοράς του ο περίγελος των πιτσιρικάδων, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με το μπουζούκι. Στην ονομαστή «Σκάλα» του Στέφανου Μιλάνου θα πάρει τα πρώτα «μουσικά» μαθήματα αλλά δεν θα εξοφλήσει το χρέος του προς τον ιδιοκτήτη, 150 δραχμές, που δανείστηκε για να αγοράσει το πολυπόθητο τρίχορδο. Γι' αυτό και το όνομά του παρέμενε μέχρι και τα χρόνια του '60 στο μαυροπίνακα του μαγαζιού. Προκειμένου να μην καταλήξει ψαράς, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του το σκάει και πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη.



Η καλή του μοίρα θα τον κάνει να γνωριστεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Ο τελευταίος όχι μόνο θα του διδάξει τα μυστικά του οργάνου αλλά θα τον προσκαλέσει στην Αθήνα και θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Δραπετσώνα. Μαζί με τον Ηλία Ποτοσίδη θα δουλέψουν σαν τρίο παίζοντας σε ταβέρνες και καφενεία, βγάζοντας «πιατάκι».

Γνωρίζεται με το Στελλάκη Περπινιάδη, το Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, το Στράτο Παγιουμτζή, το Σπύρο Περιστέρη, το Στέλιο Κερομύτη, τον Γιάννη Σταμούλη, το Σταύρο Τζουανάκο και άλλους πρωταγωνιστές και κατά την περίοδο της κατοχής εμφανίζεται στα μουσικά στέκια γύρω από την Ομόνοια (στου Πίκινου, στου Μπουχιούνη, στο Καρρέ του Άσσου κ.ά.). Γράφει τα πρώτα του τραγούδια που αμέσως ξεχωρίζουν για την στιχουργική τους φρεσκάδα και πρωτοπορία καθώς και για την φροντισμένη και ταιριαστή μουσική τους επένδυση.
Δίφυλλο με τα δύο πασίγνωστα
τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη.
Αυτόγραφο του Γιώργου Μητσάκη. Σύμφωνα με τον Μητσάκη, το περίφημο Κομπολογάκι και το Όταν καπνίζει ο λουλάς -που ηχογραφήθηκαν μετά την απελευθέρωση και την επαναλειτουργία των studio στη Ριζούπολη και μάλιστα το καθένα σε τρεις παράλληλες εκτελέσεις - είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα και αφορμές. Παρά κάποια προβλήματα που αντιμετωπίζει με την στρατιωτική του θητεία (αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια με εξάμηνη φυλάκιση στα Γιάννενα) σκαρφαλώνει με γοργούς ρυθμούς τα σκαλοπάτια της καταξίωσης.
Το 1947 παντρεύεται με την πρώτη του σύζυγο και την επόμενη χρονιά έρχεται στη ζωή η κόρη τους. Συνεργάζεται με τον Παπαϊωάννου στου «Μάριου» στην Ίωνος και στου «Καλαματιανού» στις Τζιτζιφιές, μόνοι τους αλλά και ως μέλη του ξακουστού σχήματος των 12 μπουζουξήδων. Περνάει απ' τη «Λουζιτάνια» στη Συγγρού με τον Απόστολο Καλδάρα. Ιστορική έχει μείνει η σύμπραξή του με τον Μανώλη Χιώτη στο «Πίγκαλς» στην αρχή της Πατησίων όπου οι δυο τους συναγωνίζονταν σε κομψότητα και αρχοντιά, μαγεύοντας το κοινό. Ο ίδιος ο Μητσάκης ταπεινά θα δηλώσει: «Η μόνη μου επιτυχία στο πάλκο ήταν με το Χιώτη στο Πίγκαλς»2. Εκεί η Μαρίκα Νίνου θα κάνει το νούμερό της με τον άντρα της και το μικρό γιο τους ως «Δυόμισι Νίνο» αλλά θα αποδώσει και μόνη της τις πρώτες μπριόζικες ερμηνείες της, κι εκεί ο Χιώτης θα γνωρίσει την Μαίρη Λίντα.
Η φήμη του Μητσάκη εκτινάσσεται στην κορυφή. Βρίσκεται στην πιο παραγωγική και αποδοτική φάση της καριέρας του. Σε μια λογοκριμένη περίοδο καταθέτει ώριμα δείγματα μιας αφοπλιστικά αψεγάδιαστης γραφής που παλινδρομούν ανάμεσα στην απεικόνιση της σκληρής μετεμφυλιακής πραγματικότητας αλλά συντοχρόνως και την διάθεση για διασκέδαση, γλέντι και απόδραση απ' τα προβλήματα και τις δυσκολίες.
Πηγές της θεματολογίας του η καθημερινότητα και οι ανάγκες της που προσεγγίζει με καυστική και αιχμηρή ματιά αλλά και σκωπτική, σαρκαστική οπτική. Μέχρι και τα μισά του '50 η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη: Το καπηλειό, Τα δαχτυλίδια, Η Βαλεντίνα (επηρεασμένος από τη θεία του στην Πόλη, στην οποία εύρισκε καταφύγιο για να μην τιμωρηθεί για τις σκανταλιές του), Η Φρόσω (απ' την παραμονή του στα Γιάννενα και τον μύθο της Κυρά Φροσύνης), Ο Ψαράς (για τον πατέρα του), Κατσιβέλλα, Θέλω στα μπουζούκια να με πας, Δεν είμαι ο Γιώργος, Ψιλή βροχούλα, Το σβηστό φανάρι, Παλαμάκια - Παλαμάκια, Γυναίκα με δυο άντρες, Απόψε είναι βαριά, Να 'χεις χάρη που σε αγαπώ (Το δικό σου το μαράζι) κ.ά. που ερμηνεύουν -συχνά μαζί με τον Μητσάκη- σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως οι Στελλάκης, Παγιουμτζής, Νίνου, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Σωτηρία Μπέλλου, Καίτη Γκρέυ κ.ά.

Η ανοδική διαδρομή του Μητσάκη στη νύχτα περνά από του «Τζίμη του Χοντρού» στην Αχαρνών με τους Στέλλα Χασκίλ, Χρηστάκη (είχε παντρευτεί την αδελφή του Μητσάκη), Ευαγγελία Μαργαρώνη, Δημήτρη Ευσταθίου και τον νεαρό τότε Πάνο Μιχαλόπουλο.
Ο τελευταίος θα μπει στην δισκογραφία χάρη σ' ένα τραγούδι του «δάσκαλου», το «Σαββατόβραδο συννεφιασμένο» . Στις αρχές του '50, με «μεσολαβητή» το Γιώργο Ζαμπέτα, γνωρίζει την Άννα Χρυσάφη που μόλις έχει κάνει τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι. Μετά από ένα πολύμηνο διάστημα μαθητείας θα εμφανιστούν στη «Γωνιά της Αθήνας» στην Πατησίων και το καλοκαίρι του 1952 στο «Ροσινιόλ» στα Σεπόλια. όπου όπως λέει ο ίδιος ο Μητσάκης «γινόταν λοιπόν μεγάλος ντόρος κάθε βράδυ»3.
Η παρουσία τους στην ταινία «Ο Πύργος των Ιπποτών» του Νίκου Τσιφόρου με τους Μίμη Φωτόπουλο και Πέτρο Κυριακό θα ενισχύσει την δημοτικότητά τους. Για το κοινό θα αποτελέσουν ένα από τα ωραιότερα ντουέτα εκείνης της περιόδου αλλά η καλλιτεχνική τους σύζευξη θα είναι σχετικά σύντομη και στιγματισμένη από παράπονα και «γκρίνιες». Η Χρυσάφη θα κατηγορήσει τον Μητσάκη, ότι τα τραγούδια που εκείνη κάνει επιτυχία στο πάλκο -όπως συνηθιζόταν τότε- τα ηχογραφεί με άλλες ερμηνεύτριες ενώ ο δημιουργός, απαντώντας, θα θέσει το ζήτημα των διαφορετικών εταιρειών που δεν επιτρέπει τη δισκογραφική τους συνεργασία. Η Χρυσάφη ανήκε στην Odeon και ο Μητσάκης στην Columbia.
Στο ίδιο κέντρο θα ξανασυναντηθούν με επιτυχία το 1954 και το 1957. Έχουν μεσολαβήσει τα ταξίδια του Μητσάκη στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα της Χρυσάφης στην Αμερική. Η λεζάντα που προανήγγειλε την δεύτερη επανασύνδεσή τους έγραφε: Ξανασμίγουν τα' αηδόνια.

Η δυναμική πορεία του Μητσάκη θα έχει συνέχεια και «συγκομιδή» και στις επόμενες δεκαετίες. Μετά από έναν στενωπό και μια κάμψη που θα έχει στα μισά του '50, το «Όπου Γιώργος και μάλαμα» θα του προσφέρει στήριγμα και εφαλτήριο για νέα «σουξέ». Ο Θεόδωρος Δερβενιώτης, μαέστρος τότε στην Columbia, θυμάται χαρακτηριστικά ότι ο Νίκανδρος Μηλιόπουλος, εκ των διευθυντικών στελεχών της εταιρείας, αντιμετώπιζε με δυσπιστία το συγκεκριμένο τραγούδι και τις προοπτικές του. Μάλιστα είχε δημιουργηθεί κι ένα «παγωμένο» κλίμα με τον Μητσάκη αφού μια σειρά δημιουργιών του είχαν περάσει απαρατήρητες.
Η κάθετη στάση του Δερβενιώτη -που εκτιμά ιδιαίτερα το έργο του Μητσάκη- σχετικά με την ποιότητα και το «γκελ» του «Όπου Γιώργος και μάλαμα» ήταν καθοριστική. Νωρίτερα -αλλά και στη συνέχεια- ο Μητσάκης θα βρει στο πρόσωπο του ανερχόμενου Στέλιου Καζαντζίδη τον ιδανικό εκφραστή μιας ομάδας κοινωνικών τραγουδιών που έθιγαν και φωτογράφιζαν κυριολεκτικά τα «κακώς κείμενα» και την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το μεγαλύτερο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων.
Οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους: Θλιμμένο δειλινό, Ζωή είν' αυτή Ζωίτσα μου, Χτύπα φτωχή καμπάνα, Αχάριστε κόσμε και ντουνιά, Οι καλοί πεθαίνουν νέοι, Το πιο πικρό ψωμί, Πέφτουν τα φύλλα απ' τα κλαριά, Ζωντανό με κλάψανε, Βράδιασε μες το Γεντί Κουλέ, Το σήμερα χειρότερο, Όλα μαύρα, Το μεροκάματο, Κλάψε φτωχή καρδούλα μου -σε μουσική Δερβενιώτη-, Άσε με γιατρέ μου θέλω να πεθάνω, Μοναξιά και φτώχεια κ.ά. Με τον Καζαντζίδη ο Μητσάκης αφήνει τον ευρωπαϊκό του αέρα και επιστρέφει σε πιο βυζαντινά ηχοχρώματα. Αυτός θα σηματοδοτήσει δισκογραφικά και το «πάντρεμα» του ερμηνευτή με την Μαρινέλλα με εναρκτήριες εγγραφές τα: Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ, Νίτσα Ελενίτσα, Το ρομάντζο. Ο Καζαντζίδης σε συζήτηση που είχα μαζί του θα επισημάνει τον όγκο και την αστείρευτη φλέβα του δημιουργού: «Τα τραγούδια του τα τραγούδησε ολόκληρη η Ελλάδα. Είναι ίσως ο πιο πολυτραγουδισμένος συνθέτης»4.
Οι δυο τους θα συναντηθούν «διακριτικά» και στην δεκαετία του '60, χωρίς ν' αφήσουν όμως έντονα τα χνάρια τους, με εξαίρεση το πανελλαδικής εμβέλειας «Το δικό μου πάπλωμα». Στο μεγάλο δίσκο αφιέρωμα «Ο Κύριος Μητσάκης» (1993) ο Καζαντζίδης στην εισαγωγή του «Τι γυρεύεις παλικάρι» περνάει στο μικρόφωνο τον χαιρετισμό: «Γεια σου Μητσάκη μεγάλε δάσκαλε».

Στα χρόνια του '60 ο Μητσάκης βρίσκεται ανελλιπώς στην επικαιρότητα. Στην ζωή του έχει μπει πλέον «το μεγάλο κεφάλαιό του»5, η δεύτερη σύζυγός του Αθηνά. Οι παλιές του δόξες επανεκτελούνται από κορυφαίους λαϊκούς τραγουδιστές ενώ μια σειρά καινούργιων συνθέσεων του κατέχουν περίοπτες θέσεις στις λίστες επιτυχιών: Το παιδί που μπήκε τώρα, Στον Πειραιά συννέφιασε, Της Λαρίσης το ποτάμι, Ο μπάρμπα Θωμάς, Πάρε το δαχτυλίδι μου κ.ά. με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Σπύρο Ζαγοραίο, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Μανώλη Αγγελόπουλο κ.ά. Παράλληλα συμβάλει με τα τραγούδια του στην καθιέρωση νέων ερμηνευτών, όπως οι Λίτσα Διαμάντη (Συννεφιές), Γιάννης Καλατζής (Πού 'σαι καημένε Περικλή), Γιώργος Νταλάρας (Στην εποχή του Πάγκαλου), Γιάννης Πάριος (Η θάλασσα του Πειραιά), Καίτη Αμπάβη κ.ά. Προσπαθώντας να κρατηθεί στις κορυφογραμμές της τραγουδοποίας και των τάσεων της εποχής ακολουθεί πιο «έντεχνες» διαδρομές. Παρά τις εμπορικές δάφνες που θα αποκομίσει δεν θα καταφέρει να αγγίξει τα όρια της πρώτης και αξεπέραστης φάσης της καριέρας του.


Ο στίχος του που τόσο εύστοχα αντικατόπτρισε μια ολόκληρη κοινωνία και εποχή, το πνεύμα, τις αγωνίες και τα συναισθήματά της, αρχίζει να δείχνει τις ρυτίδες του, να καταφεύγει σε μανιέρες κι ευκολίες και να χάνει το σφρίγος και το σμάλτο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν το '70 λίγο επιχειρώντας να κάνει και πάλι τραγούδια με τον Νταλάρα, εκείνος θα αρνηθεί την πρότασή του: «Τώρα κάνω άλλα πράγματα, δεν τραγουδάω αυτό το μοτίβο»6. Ο Μητσάκης δεν θα παραδοθεί άνευ ορών στα νέα καλέσματα των καιρών και στο «άδειασμα» των πρωτομάστορων του κλασικού λαϊκού απ' τις μεγάλες εταιρείες. Στη Lyra θα ανοίξει και πάλι το «Ρεμπέτικο Σχολείο» του και «Το Παλιό Τεφτέρι» του κάνοντας κατάσταση και σημαντικές πωλήσεις με νέους κυρίως καλλιτέχνες μέσα από μια σειρά δίσκων 33 στροφών. Το δέσιμο και επικοινωνία τον κόσμο έχουν κτιστεί με στέρεα υλικά. Άλλωστε απ' τις αρχές του '60 στη νύχτα δείνει δυναμικό παρών: Στο Κάστρο, στο Βράχο, στα Χρυσά Κλειδιά, στον Περικλή και στο Πλακιώτικο Σαλόνι στην Πλάκα, στο Άλσος με τον Οικονομίδη, στη Νεράϊδα, στα Παλιά Δειλινά, στο Quenn Ann.
Ίσως να ζούσαν οι αρχαίοι, όπως και ο τίτλος του χαρακτηριστικού lp του Μητσάκη, που κυκλοφόρησε το 1969 να εκτιμούσαν περισσότερο το έργο και τις ιδιαιτερότητές του. Τις εμμονές του με τις συννεφιασμένες και βροχερές ημέρες (Στον Πειραιά συννέφιασε, Αν μιλούσαν τα σύννεφα, Ψιλοβρέχει, Της βροχούλας το νεράκι κ.ά.) με τους ψαράδες, το ψάρεμα και τη θάλασσα (Ο Νικόλας ο ψαράς), με τους Γιώργηδες και τα ονόματα γενικότερα (Έδιωξες το Δημητράκη), με τα επαγγέλματα και τις ιδιότητες (Ο βιοπαλαιστής, Ο φοιτητής, Ο πατέρας, Ο ναύτης, Το φανταράκι, Οι καπεταναίοι, Ο τσιγγάνος), με τις τοποθεσίες (Στης Καλλιρόης το ρέμα, Στο γύρο της Ακρόπολης, Θεσσαλονίκη, Στα Τρίκαλα, Γκρεμίζουν την Αθήνα την παλιά) τα δαχτυλίδια της αγάπης, το κομπολογάκι που το έχανε και το ξαναέβρισκε, τα ερωτικά τρίγωνα που δεν χωρούν σε «διπλό πάπλωμα» και «μικρό χαγιάτι», τους φυλακισμένους στα κάτεργα και τόσες ακόμη στιγμές που περικλείουν την πολυδιάστατη θεματολογία του που ανέπτυξε με ποιητική σφραγίδα, δυναμισμό, αμεσότητα, κριτική σκοπιά και σαφήνεια με συμπορευτή του λόγου τις όμορφες και ισοβαρής μελωδίες του.

Το 1981 η ζωή του θα κινδυνέψει μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Θα αποσυρθεί από τα πράγματα αλλά αραιά θα επανέλθει στη νυχτερινή διασκέδαση: Το 1983 στα Δειλινά, το 1984 στο Χάραμα και το 1987 στην Όμορφη Νϋχτα. Το 1991 αντιμετωπίζει νέα προβλήματα με την υγεία του και φεύγει απ' τη ζωή το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου του 1993. Με χαμόγελο στα χείλη και ικανοποιημένος από τη συναυλία που οργανώθηκε προς τιμήν του από το Δήμο Πειραιά στο Βεάκειο με συμμετοχή πλήθους καλλιτεχνών τον Ιούλιο της ίδια χρονιάς κι έχοντας προλάβει να απολαύσει το ύστατο σουξέ, με τις χρυσές πωλήσεις της συλλογής «Η Ελλάδα του Μητσάκη». «Δραπέτης» απ' το «Γεντί Κουλέ» της ζήσης και με σβηστό «Καντήλι» όπως ερμήνευε ο Νίκος Γιουλάκης σε κάποια τραγούδια του «Δάσκαλου» που ανήκουν και στα αγαπημένα του γράφοντα.

'Όταν θα σβήσει και το δικό μου το καντήλι
θέλω να πεθαίνω με χαμόγελο στα χείλη..


1,3,5,6 Γιώργος Μητσάκης - Αυτοβιογραφία, επιμέλεια Νίκος Οικονόμου (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) 2 Συνέντευξη του Μητσάκη στους Στέλιο Ελληνιάδη και Γιώργο Κοντογιάννη (Ντέφι, τεύχος 8,1983) 4. Κι Όσο Υπάρχει θα Υπάρχω - Η πορεία και τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, του Κώστα Μπαλαχούτη (εκδόσεις Ατραπός). Επίσης στοιχεία αντλήθηκαν από Ρεμπέτικη Ανθολογία, του Τάσου Σχορέλη (εκδόσεις Πλέθρον) Μανώλης Αγγελόπουλος, Ο Μεγάλος Τσιγγάνος, όπως τον γνώρισα του Τάσου Καραίσκου (Ατραπός) Αρχείο Ελληνικής Δισκογραφίας, Συνθέτες του Ρεμπέτικου του Παναγιώτη Κουνάδη (σειρά ψηφιακών δίσκων της Minos-Emi). ΔΙΦΩΝΟ ΤΕΥΧΟΣ 98 (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2003)



Ρεμπέτικο Φόρουμ - The greatest rembetiki parea  ΠΗΓΗ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣwww.rembetiko.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More