Δεκαετίες ολόκληρες ο καφές ήταν τόσο συναρπαστικός όσο το απορρυπαντικό πλυντηρίου. Σήμερα όμως, έχει καταλήξει να θεωρείται κάτι σαν «δήλωση», ένα «statement» του σύγχρονου τρόπου ζωής. Πίσω ωστόσο, από την αλλαγή αυτή και το «λούστρο» που πλασάρουν οι εταιρείες, κρύβεται μια βάρβαρη οικονομική πραγματικότητα.
Πότε ακριβώς ο καφές έγινε τόσο σημαντική υπόθεση; Όπως γράφει το Spiegel, ο καφές, τουλάχιστον στη Γερμανία, δεν είχε τίποτα που να προκαλεί ενθουσιασμό. Όμως, επιχειρώντας, όπως πάντα, να μετατρέψει το εμπόρευμα σε τρόπο ζωής, η διαφήμιση πρόσθεσε στις καμπάνιες της το «πλούσιο άρωμα», χωρίς ωστόσο η υπόθεση να ξεφύγει από τα προϊόντα που υπάρχουν σε κάθε νοικοκυριό -με άλλα λόγια, παρέμενε στην ίδια κατηγορία με τη σκόνη πλυσίματος και τη μαργαρίνη με χαμηλά λιπαρά.
Όμως, οι καιροί άλλαξαν. Στις μέρες μας, ο καφές αντιμετωπίζεται ως προϊόν πολυτελείας -σχεδόν, ως αξεσουάρ μόδας. Οι κάψουλες για τις μηχανές καφέ διαφημίζονται από έναν σταρ του Χόλιγουντ, τον Τζορτζ Κλούνεϊ, ενώ τα καταστήματα Nespresso πλασάρονται ως μπουτίκ σαν να πουλάνε κοσμήματα.
Τα Starbucks, είναι στην ίδια γραμμή, υπό την έννοια ότι παρουσιάζουν τους «λάττε» στα χάρτινα κυπελάκια λες και είναι προϊόντα πολυτελείας. Στο Σιάτλ η εταιρεία δοκιμάζει ένα νέο «concept», σύμφωνα με το οποίο οι κόκκοι του καφέ ψήνονται και καβουρδίζονται επί τόπου, στα καταστήματα, μέσα σε μηχανές από χυτοσίδηρο που θυμίζουν ατμομηχανές, οι οποίες σχεδιάστηκαν ακριβώς «για να τιμήσουν την παράδοση». Κάτι ανάλογο θα γίνει στα καφέ της αλυσίδας που βρίσκονται στη Σαγκάη, το Τόκιο και τη Νέα Υόρκη.
Τις μηχανές δημιούργησε ειδικά για τα Starbucks η γερμανική εταιρεία Probat -ο μεγαλύτερος κατασκευαστής του κόσμου στον εν λόγω τομέα.
«Η επιτυχία ενός brand καφέ» λέει ο Wim Abbing, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας «είναι 90% η ιστορία που αφηγείται».
Και οι ιστορίες που θέλουν να ακούσουν οι άνθρωποι αλλάζουν. Πριν από δύο δεκαετίες οι διαφημίσεις για τον καφέ έδειχναν χαλαρές, ζεστές οικογενειακές συγκεντρώσεις. Ήταν η εποχή που τα Starbucks  επιχείρησαν να ταυτιστούν με τη νέα «ελίτ των laptop», των ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, εκείνων που το σπίτι, η έδρα τους, είναι παντού και πουθενά.
Ύστερα, ήρθε ο Τζορτζ Κλούνεϊ και οι κάψουλες του, που μιλούσαν για την «προσωπικότητα» του καφέ που παράγεται από μία μηχανή. Με άλλα λόγια, ότι η top class εκδοχή του εσπρέσο στο σπίτι μπορεί να είναι τόσο εύκολη υπόθεση όσο και η κατεψυγμένη πίτσα. «Πριν αρχίσει να πέφτει η ενέργεια σας, μπορείτε να βάλετε ακόμη μια κάψουλα και θα είστε πάντα σε εγρήγορση. Είναι ένα μήνυμα που ταιριάζει απόλυτα με τον νέο ρυθμό της επιταχυνόμενης, εξατομικευμένης εποχής μας η οποία χαρακτηρίζεται σε κάθε επίπεδο από την εξοικονόμηση», λέει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Stephan Lessenich.
Κατά το δημοσίευμα, η «ατμο-μηχανή» των Starbucks επιχειρεί να αφηγηθεί τη νέα ιστορία της μετα-παγκοσμιοποιημένης εποχή μας.
Ο καφές καβουρδίζεται μπροστά στα μάτια των πελατών από ανθρώπους τους οποίους γνωρίζουν. Με τον τρόπο αυτό, η αλυσίδα μετατρέπεται σε ένα μέρος το οποίο μπορεί να επιβραδύνει έστω για λίγο τον γρήγορο ρυθμό της καθημερινότητας. Με άλλα λόγια, ο καφές μετατρέπεται από βιομηχανικό σε παραδοσιακό προϊόν. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ιστορία που «αφηγούνται» τα χιλιάδες μικρά καφέ της γειτονιάς, εκεί όπου ο barista απολαμβάνει την προετοιμασία κάθε φλιτζανιού ως να είναι πνευματική πράξη και συζητά με τους πελάτες για το πώς οι κόκκοι Arabica και Robusta «δένουν» με την κρέμα.
Μέρος της επιτυχίας του καφέ είναι ότι ουδείς μιλάει για την πραγματικότητα πίσω από τις «ωραίες» ιστορίες.
Η πραγματικότητα αυτή αφορά τη βαρβαρότητα των κερδοσκόπων, που πιέζουν την τιμή του καφέ ανάλογα με τις ιδιοτροπίες τους, τη συγκέντρωση της παγκόσμιας αγοράς σε λίγα «χέρια», τις τιμές των ακριβών μηχανών εσπρέσο, την άθλια ποιότητα του συσκευασμένου καφέ που κατά κανόνα πωλείται στα σούπερ μάρκετ.
Ο καφές είναι μία από τις σημαντικότερες πρώτες ύλες της παγκόσμιας αγορές.
Η αγορά φρυγμένων κόκκων -η φρύξη είναι διαφορετική επεξεργασία καβουρδίσματος- αφορά σε πάνω από 50 δισ. ευρώ, ενώ κάθε χρόνο καταναλώνονται περίπου 1 τρισεκατομμύρια φλιτζάνια καφέ σε όλο τον κόσμο.
Η ιστορία του καφέ είναι παλιά όσο και η ιστορία του κόσμου και σύμφωνα με το Spiegel, αποδεικνύει ότι, αυτό που σήμερα αποκαλούμε «παγκοσμιοποίηση» στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία ακόμη ονομασία για την αποικιοκρατία.
Η συγκομιδή
Μία κάψουλα Nespresso περιέχει 5,2 γραμμάρια καφέ και κοστίζει 30-40 λεπτά, που σημαίνει 60-80 ευρώ το κιλό. Τα Starbucks χρεώνουν τον λάττε σε χάρτινο κυπελάκι 3,85 ευρώ. Κάθε κούπα περιέχει 15 γραμμάρια καφέ.
Πίσω στην άλλη πραγματικότητα: Πολύ πιθανόν, τους κόκκους του καφέ στο κυπελάκι έχει μαζέψει ο 12χρονος Juan Gonzales που δουλεύει μαζί με την μητέρα του, Μαρία, στις πλαγιές του Τολιμάν, ενός ηφαιστείου, που βρίσκεται δυτικά της πρωτεύουσας της Γουατεμάλας. Στην περιοχή καλλιεργείται η ποικιλία Arabica, με τη γνωστή μεγάλη ζήτηση σε ολόκληρη τη Δύση. Το αγόρι και η μητέρα του εργάζονται για ένα αγρόκτημα που ανήκει στον Carlos Torrebiarte, ο οποίος, μεταξύ άλλων, πουλάει τον καφέ του και στα Starbucks.

«Αυτό το σακί ζυγίζει πάνω από 50 κιλά και τον κουβάλησε ο Χουάν μόνος του», λέει η μητέρα του, μεταξύ εξάντλησης και υπερηφάνειας. Η γυναίκα αυτή είναι μόλις 30 ετών, αλλά δείχνει πάνω από 50.
Η συγκομιδή καφέ είναι σε πλήρη εξέλιξη. Γυναίκες με παιδιά κατεβαίνουν την πλαγιά, αλλά είναι δύσκολο για τους δημοσιογράφους να μιλήσουν μαζί τους. Στη φυτεία υπάρχει ένοπλη φρουρά έτοιμη για όλα.
Μεροκάματα πείνας
Εδώ, στην αρχή της αλυσίδας εφοδιασμού, το κόστος είναι χαμηλό. Οι εργάτες που μαζεύουν τον καφέ πληρώνονται 42 κετσάλ, περίπου 5 ευρώ, για κάθε σακί των 50 κιλών, «ψίχουλα» σε σχέση με τα κέρδη που αποκομίζουν όλοι όσοι βρίσκονται στη συνέχεια της αλυσίδας.
Ακόμα και σε μια χώρα όπως η Γουατεμάλα, πρόκειται για μισθό πείνας. Σε ένα ευρωπαϊκό Starbucks με τα ίδια χρήματα αγοράζει κανείς έναν μεγάλο καραμέλα macchiato.
Η Μαρία δείχνει την κίτρινη καρτέλα, η οποία γράφει πόσα χρήματα πήρε την ημέρα που έγινε το ρεπορτάζ. Πληρώνεται κάθε 15 ημέρες και η αμοιβή της εξαρτάται από το συνολικό βάρος των κόκκων καφέ που έχει μαζέψει. Μερικές φορές είναι 75 κιλά την ημέρα, συνήθως όμως, λιγότερα. Στις αρχές της σεζόν, οι περισσότεροι κόκκοι πρέπει να παραμείνουν στο φυτό επειδή δεν είναι ακόμη ώριμοι.
Το μεροκάματο της Μαρίας είναι συνήθως κάτω από 87 κετσάλ -ήτοι, 10 ευρώ- που είναι το ελάχιστο ημερομίσθιο που ορίζει ο νόμος για τη δουλειά ενός εργάτη στη Γουατεμάλα και θα ήταν ακόμη μικρότερο εάν δεν είχε τη βοήθεια του παιδιού της, το οποίο εργάζεται παράνομα, καθώς απαγορεύεται η παιδική εργασία σε παιδιά κάτω των 14 ετών.

Όταν το Spiegel ρώτησε το αφεντικό, τον Carlos Torrebiarte, αυτός απάντησε: «Εάν δείτε παιδιά στη φυτεία είναι επειδή θέλουν να είναι μαζί με τις οικογένειες τους». Διατείνεται ότι δεν έχει παιδιά -εργάτες και επιπλέον ότι, παρέχει φροντίδα στις οικογένειες.
Η εταιρεία Starbucks ισχυρίζεται επίσης, ότι δεν έχει εντοπίσει κάτι «δυσάρεστο» στη φυτεία, η οποία φυτεία Santo Tomas Perdido χαρακτηρίστηκε ως «Top Performer» για την «κορυφαία επίδοση» της μετά από επιθεώρηση των πελατών τον Οκτώβριο του 2016. Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι ακολουθεί πολιτική «μηδενικής ανοχής» όσον αφορά την παιδική εργασία και ότι θα υπήρχαν συνέπειες εάν διαπιστωνόταν ότι παραβιάζεται.

Ζωή στις «galeras»
Ο δρόμος περνάει μέσα από τις «galeras», τις καλύβες από σκυρόδεμα που στεγάζουν τους  περίπου 100 εργάτες. Σε κάθε δωμάτιο -που δεν έχει τίποτα παραπάνω από ένα άδειο πάτωμα- στεγάζονται δύο οικογένειες με τα παιδιά τους. Το μαγείρεμα γίνεται έξω, στη λάσπη, και η τουαλέτα είναι κοινόχρηστη. Η ζωή των εργατών που φτάνουν ως εσωτερικοί μετανάστες για να εργαστούν στη φυτεία την περίοδο της συγκομιδής είναι μια ιστορία απόλυτης ένδειας. Παλαιότερα, οι συνθήκες ήταν κατά τι καλύτερες. Αν μη τι άλλο, κάθε οικογένεια είχε τη δική της καλύβα και υπήρχε κοινότητα, καθώς οι άνθρωποι ζούσαν εκεί μόνιμα.
Μέχρι που το τωρινό αφεντικό αγόρασε τη φυτεία και η κατάσταση άλλαξε εντελώς. Οι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Ο Carlos Torrebiarte, από τα σημαντικότερα μέλη της εθνικής ένωσης καφέ, Anacafé, το αρνείται. «Κανένας εργάτης δεν εξαναγκάστηκε να φύγει» δηλώνει.
Πλέον, η συγκομιδή γίνεται από εποχιακούς εργάτες, ενώ τη φυτεία φροντίζουν οι parcelistas, υπάλληλοι του αγροκτήματος και υπεύθυνοι για συγκεκριμένα κομμάτια γης, απολύτως εξαρτημένοι από τον ιδιοκτήτη της φυτείας και τον επιστάτη του, λέει ο 26χρονος Emanuel Sabuc, που ζούσε εκεί ως παιδί. «Όποιος τολμήσει να παραπονεθεί, τον πετάνε έξω».

Το καβούρδισμα και τα κόλπα 
Οι τιμές του καφέ είχαν πιάσει πάτο. Εταιρείες όπως η Kraft και η Melitta αφοσιώθηκαν στη μαζική παραγωγή, προωθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μονοκαλλιέργεια και την υπερ-εκμετάλλευση του εδάφους στις χώρες καλλιέργειας, αλλά και περιορίζοντας τα κέρδη τους -ένα κιλό καφέ έφτασε να πωλείται στα σούπερ μάρκετ ακόμη και 6 ευρώ. Η τιμή παρέμεινε χαμηλή για χρόνια, με καταστροφικές συνέπειες για την ποιότητα.
Για να διατηρήσουν χαμηλές τις τιμές στα σούπερ μάρκετ, οι «roasters»  πρέπει να δουλεύουν με κόκκους κακής ποιότητας, χρησιμοποιώντας διάφορα κόλπα.
Κάποτε, κάθε μάρκα αποκτούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μετά το καβούρδισμα και το άλεσμα διαφορετικών ποικιλιών. Καθώς η ποιότητα των κόκκων πέφτει, αυτό πλέον δεν είναι αρκετό. Κάθε ποικιλία καβουρδίζεται και αλέθεται ξεχωριστά για να αναδείξει τη γεύση. Με αυτό τον τρόπο, ακόμη και οι κόκκοι χειρότερης ποιότητας δίνουν στο τέλος «κάτι».
Το καβούρδισμα είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο της παραγωγικής διαδικασίας, όχι μόνο για την ουσία, αλλά και για το κέρδος. Σε αυτό ακριβώς το σημείο οι φθηνοί κόκκοι καφέ «μετατρέπονται» σε ακριβό καταναλωτικό προϊόν. Σε αυτό ακριβώς το σημείο της αλυσίδας προστίθεται «αξία», εν ολίγοις ανεβαίνει η τιμή.
Η Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πράσινου καφέ στον κόσμο -πρόκειται για την πρώτη ύλη που τελικά μετατρέπεται στον καφέ που πίνουμε. Η χώρα πουλάει το κιλό προς 2,70 δολάρια. Η Γερμανία, εν τω μεταξύ, είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας καβουρδισμένου καφέ στον κόσμο. Πουλάει κάθε κιλό προς 6,21 δολάρια, δηλαδή αύξηση μεγαλύτερη του 100%.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει φόρο 7,5% για τον καβουρδισμένο καφέ που εισάγεται. Ο πράσινος καφές από την άλλη, εισάγεται χωρίς δασμούς.
Ο Wim Abbing, ο οποίος υποστηρίζει ότι, η επιτυχία στηρίζεται στο «στόρι» που θα αφηγηθεί κάθε εταιρεία ξέρει τα «κόλπα» καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον -πόσο χρόνο πρέπει να γίνει το καβούρδισμα, πώς, ποιά η σωστή ποσότητα, πόσο ο αέρας επιταχύνει τη διαδικασία- αλλά βεβαίως και δεν θέλει να τα μοιραστεί, όπως επίσης αρνείται να μιλήσει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πελάτες του και δηλώνει έκπληκτος για τον «χυλό», όπως αποκαλεί τον καφέ στα σούπερ μάρκετ που πωλείται στις μάζες.
Η εταιρεία του, Probat δεν πουλάει καφέ, αλλά παράγει τη δική της ποικιλία για να δοκιμάζει τα μηχανήματά της, τα οποία στη συνέχεια πουλά στους εργαζομένους της. «Περίπου 12 ευρώ το κιλό» λέει ο Abbing. «Δεν είναι δυνατόν να έχεις καλό καφέ με λιγότερα χρήματα». Εννοείται ότι, οι περισσότεροι καταναλωτές δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν τόσα, καταλήγει το Spiegel.