14 Φεβ 2013

Γράμματα στην Αλέϊδα Μαρτς του Τσε!

Παρακάτω παρατίθενται γράμματα και επιστολές που απέστειλε ο Τσε στην σύζυγο του Αλέϊδα Γκεβάρα-Μαρτς από διάφορα μέρη του εξωτερικού. Ως επι το πλείστον αναφέρονται στην περίοδο 1965-1966. Οι επιστολές  ανήκουν στο προσωπικό αρχείο της Αλέϊδα Μαρτς και μέρος αυτών δημοσιεύθηκαν στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο “Αναπόληση: Η ζωή μου με τον Τσε” (2007).




★★★★★★★★
Αγαπημένη μου,
Σήμερα σου γράφω απ’ τη Χιροσίμα, την πόλη της βόμβας. Στο βάθρο που βλέπεις υπάρχουν τα ονόματα εβδομήντα οκτώ χιλιάδων νεκρών. Το σύνολο υπολογίζεται σε εκατόν ογδόντα χιλιάδες. Τέτοιες επισκέψεις κάνουν καλό, σε ωθούν να παλέψεις ακόμη πιό αποφασιστικά γιά την ειρήνη.
Σε φιλώ,
Τσε

★★★★★★★★
ΜΑΡΟΚΟ
Αλεϊδούλα,
Σου στέλνω έναν πιστό συζυγικό εναγκαλισμό απ’το τελευταίο επίσημο σταθμό αυτού του ταξιδιού. Σκόπευα να σου μείνω πιστός με τη σκέψη αλλά εδώ πέρα κυκλοφορούν κάτι Μαροκινές που τα θέλουν.
Φιλιά,
Τσε

★★★★★★★★
ΠΑΡΙΣΙ, Ιανουάριος 1965
Πέρα από κάθε αμφιβολία, έχω αρχίσε να γερνάω. Είμαι όλο και πιο ερωτευμένος μαζί σου και μου λείπει ολοένα και πιο πολύ το σπίτι, τα παιδιά, όλος αυτός ο μικρός κόσμος που περισσότερο τον μαντεύω παρά τον ζω. Σε τούτη την προχωρημένη ηλικία που κουβαλάω, αυτό ειναι πολύ επικίνδυνο’ εσύ μου είσαι αναγκαία κι εγώ είμαι μονάχα μιά συνήθεια…..
★★★★★★★★
1965
Κυρία,
Απ’ αυτές τις δύο πόρτες το έσκασε η μοναξιά και πήγα να τη βρω στο πράσινο νησί της. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε μιά μέρα να σταθούμε πιασμένοι χέρι-χέρι, με τα παιδιά μας ένα γύρω, και να θαυμάσουμε η θέα, ανεβασμένοι σε κάποιο χνάρι του παρελθόντος. Αν δεν το καταφέρουμε, ονειρεύομαι να το πετύχετε εσείς.
Σας φιλώ με σεβασμό το χέρι.
Ο αντρούλης σας.
★★★★★★★★
Αγαπημένη μου,
Εκμεταλλεύομαι τα λιγοστά ελεύθερα λεπτά μου εν μέσω αυτής της ταραγμένης διαδρομής στο Στάλινγκραντ, γιά να σου στείλω αυτήν την κάρτα. Πράγματι, εδώ βρίσκεται μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες εποποιίες της ανθρώπινης ιστορίας. Σε δύο μέρες φεύγω γιά την Κίνα.
Φιλιά,
Τσε.
★★★★★★★★
ΣΑΓΚΑΗ, ΚΙΝΑ
Έμαθα τα νέα σε τούτη την πόλη, που το όνομα της μπορείς να διαβάσεις κάτω από αυτό το καινούργιο απόκτημα. Έχεις βαλθεί να με κάνεις πάντα ρεζίλι. Εν πάση περιπτώσει, στέλνω ένα φιλί στην καθεμιά σας και να θυμάσαι: ότι έγινε έγινε.
Φιλιά,
Τσε
★★★★★★★★
ΠΑΡΙΣΙ
Αγαπημένη μου,
Καθώς ονειρευόμουν μες στο Λούβρο, κρατώντας σε απ’ το χέρι, σε είδα να παριστάνεσαι σε μια ζωγραφιά. Στρουμπουλή, σοβαρή, μ’ένα χαμόγελο λιγάκι θλιμμένο (ίσως επειδή κανένας δε σ’αγαπάει) να περιμένεις τον μακρινό αγαπημένο (να είναι άραγε αυτός που νομίζω ή κάποιος άλλος;). Κι’ άφησα το χέρι σου για να σε δω καλύτερα και να μαντέψω τι κρύβεται στην καρπερή σου μήτρα. Αγόρι, σωστά;
Ένα φιλί και μια μεγάλη αγκαλιά γιά όλους και ιδιαίτερα για σένα, απ’ τον
Στρατάρχη Του
Τσε
★★★★★★★★
Αγαπημένη μου,
Είναι η τελευταία κάρτα εδώ και πολύ καιρό, ίσως. Σε σκέφτομαι, όπως σκέφτομαι και τα μικρά κεφτεδάκια που έχω αφήσει πίσω. Αυτή η δουλειά σου αφήνει τελικά πολύ λίγο χρόνο γιά σκέψεις.
Δε σου στέλνω το δαχτυλίδι, γιατί σκέφτηκα πως δεν ήταν σωστό να ξοδέψω χρήματα γιά κάτι τέτοιο, τώρα που τόσο τα έχουμε ανάγκη. Θα σου στείλω κάτι απ’ τη χώρα του προορισμού μας. Γιά την ώρα σου στέλνω δύο παθιασμένα φιλιά, ικανά να λιώσουν την κρύα σου καρδιά. Μοίρασε το ένα σε μικρότερα κομμάτια και δώσ’ το στα παιδιά. Δώσε άλλα πιό μετρημένα φιλιά στα πεθερικά μου και στους υπόλοιπους του σογιού. Στους νιόπαντρους μια αγκαλιά και την πρόταση μου τον πρωτότοκο να τον πουν Ραμόν.
Τις νύχτες των τροπικών, θα ξαναπιάσω την παλιά μου τέχνη, ή μάλλον κακοτεχνία, του ποιητή (κυρίως στον τομέα της σκέψης παρά σ’εκείνον της σύνθεσης), κι εσύ θα είσαι η μόνη πρωταγωνίστρια. Μη σταματάς να διαβάζεις. Να δουλέψεις αρκετά και να με θυμάσαι πότε πότε.
Ένα φιλί τελευταίο, παθιασμένο, δίχως ρητορείες, απ’ τον
Ραμόν σου
★★★★★★★★
ΚΟΝΓΚΟ
Μοναδική μου εσύ στον κόσμο, (Αυτό το δανείστηκα απ’ τον γερο-Χικμέτ.)
Τι μάγια έχεις κάνει στο φτωχό σαρκίο μου και δε με νοιάζουν πια οι αληθινές αγκαλιές, παρά ονειρεύομαι τις κοιλότητες όπου μ’ έβαζες να φωλιάζω, τη μυρωδιά και τα τραχιά, χωριάτικα χάδια σου;
Ετούτο εδώ είναι μια άλλη Σιέρρα Μαέστρα αλλά δίχως τη γεύση της δημιουργίας ή, ακόμη λιγότερο, της ικανοποίησης του να νιώθω τον τόπο δικό μου. Όλα κυλούν με αργούς ρυθμούς, λες κι’ ο πόλεμος είναι μια δουλειά που μπορούμε ν’αφήσουμε για μεθαύριο. Γιά την ώρα, ο φόβος σου μην τυχόν και με σκοτώσουν είναι τόσο αβάσιμος όσο οι ζήλιες σου παλιότερα.
Η δουλειά μου περιορίζεται σε μαθήματα γαλλικών κάμποσες ώρες τη μέρα, εκμάθηση σουαχίλι και ιατρική. Σε λίγες μέρες από τώρα θα ξεκινήσει μια σοβαρή δουλειά, αλλά μόνο για εκπαίδευση. Κάτι σαν το Μίνας νιελ Φρίο, όπως ήταν στον πόλεμο. Όχι όπως όταν το επισκεφτήκαμε μαζί.
Δώσε ένα προστατευτικό φιλί στα παιδιά (και στην Ιλδίτα). Βγάλτε μιά φωτογραφία όλοι μαζί και στείλ’ τη μου. Μιά που να μην είναι πολύ μεγάλη κι’ άλλη μιά μικρούλα. Μάθε γαλλικά, ασχολήσου περισσότερο μ’ αυτά παρά με τη νοσηλευτική, και να μ’αγαπάς.
Ένα μεγάλο φιλί, σαν κι αυτό που θα σου δώσω όταν ξαναβρεθούμε.
Σ’αγαπώ,
Τάτου.
★★★★★★★★
Μη με εκβιάζεις. Δεν μπορείς να έρθεις εδώ πέρα τώρα, αλλά ούτε και σε τρείς μήνες. Μέσα σ’ ένα χρόνο τα πράγματα θα είναι αλλιώς και θα δούμε τι θα γίνει. Πρέπει να αναλύσουμε σωστά τις περιστάσεις. Το σπουδαιότερο είναι όταν έρθεις να μην είσαι “η κυρία” αλλα η μαχήτρια, και πρέπει να προετοιμαστείς γι’ αυτό, μαθαίνοντας τουλάχιστον γαλλικά [...]
Έτσι έχω περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου – υποχρεωμένος να ανακόπτω τις στοργικές μου διαθέσεις εξαιτίας άλλων σκέψεων και στόχων κι’ ο κόσμος να πιστεύει πως έχει να κάνει μ’ ένα μηχανικό τέρας. Βοήθησε με τώρα, Αλέϊδα, να είσαι δυνατή και να μη μου θέτεις προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν. Όταν παντρευτήκαμε, ήξερες ποιός είμαι. Πράξε κι’ εσύ το δικό σου καθήκον κάνοντας πιο υποφερτό το δρόμο μου, που είναι μακρύς ακόμη. Να μ’αγαπάς, με πάθος αλλά και με κατανόηση. Ο δρόμος μου έχει ήδη χαρακτεί, κανένας δε θα με σταματήσει παρά μόνο ο θάνατος. Μη λυπάσαι τον εαυτό σου. Όρμησε στη ζωή και νίκησε την. Κάποια κομμάτια της διαδρομής θα τα διανύσουμε μαζί. Αυτό που κουβαλάω μέσα μου δεν είναι καμιά ανέμελη δίψα γιά περιπέτειες με ότι συνεπάγεται, κι’ εγώ το ξέρω. Εσύ θα έπρεπε να το μαντεύεις [...]
Μόρφωσε τα παιδιά. Μην τα κακομάθεις, μην τα παραχαϊδεύεις και κυρίως τον Καμίλο. Μη σκέφτεσαι να τα αφήσεις, γιατί δεν είναι δίκαιο. Είναι κι’ αυτά κομμάτι μας.
Σε αγκαλιάζει, με μια αγκαλιά μεγάλη και γλυκιά,
ο Τάτου σου.
★★★★★★★★
Αγάπη μου, ήρθε η ώρα να σου στείλω ένα αντίο με γεύση από κοιμητήριο (από φύλλα νεκρά, από κάτι τουλάχιστον μακρινό και παροπλισμένο). Θέλησα να το κάνω μ’ εκείνα τα αριθμητικά σημάδια που δεν φτάνουν στο περιθώριο και συνήθως τα ονομάζουν ποίηση, αλλά απέτυχα – έχω τόσες εξομολογήσεις γιά τ’ αυτιά σου που η λέξη γίνεται πια δεσμοφύλακας, κι ακόμη περισσότερο όσο αυτοί οι φευγαλέοι αλγόριθμοι αγαλλιάζουν στην παύση του ρυθμού μου. Δεν είμαι κατάλληλος για το ευγενές λειτούργημα της ποίησης. Κι όχι πως δεν έχω πράγματα γλυκά να πω. Να ήξερες μόνο πόσα απ’ αυτά στροβιλίζονται μέσα μου. Είναι όμως τόσο μακρύς ο δρόμος, τόσο περίπλοκο και στενό το κοχύλι που τα περικλείει, που βγαίνουν κουρασμένα απ’ το ταξίδι, κακόκεφα, συνεσταλμένα και τα πιο γλυκά απ’ όλα είναι τόσο εύθραυστα! Κομματιάζονται στο δρόμο κι απομένουν σκόρπιες δονήσεις και τίποτ’ άλλο [...]
Μου λείπει η καθοδήγηση, θα έπρεπε να διαλυθώ για να καταφέρω επιτέλους να στο πω. Ας χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις με το καθημερινό τους νόημα κι ας φωτογραφίσουμε τις στιγμές. [...] Έτσι σ’αγαπώ, με την ανάμνηση του πικρού καφέ κάθε πρωί δίχως όνομα και με τη γεύση της καθαρής σάρκας στην κοιλότητα του γονάτου σου, μ’ ένα πούρο που η στάχτη του ισορροπεί και μια ασυνάρτητη γκρίνια προς υπεράσπιση του πάλλευκου μαξιλαριού [...] Έτσι σ’αγαπώ, κοιτάζοντας τα παιδιά σαν μια σκάλα δίχως ιστορία (κι εκεί υποφέρω γιατί οι μεταμορφώσεις τους δε μου ανήκουν), με μια σουβλιά θλίψης στα πλευρά, πολυάσχολος, αποστεφόμενος τη σχόλη, κλεισμένος στο κοχύλι μου [...]
Το τωρινό θα ‘ναι ένα πραγματικό αντίο – η λάσπη μ’ έχει γεράσει πέντε χρόνια, δε μένει πια παρά μόνο το τελευταίο άλμα, το οριστικό. Τελείωσαν πια τα τραγούδια των σειρήνων και οι μέσα μου μάχες, δένεται η κορδέλα για τον τελευταίο μου αγώνα δρόμου. Η ταχύτητα μου θα είναι τόση που κάθε κραυγή θα σβηστεί. Το παρελθόν τελείωσε. Είμαι το μέλλον που έρχεται.
Μη με φωνάξεις, δε θα σ΄ακούσω – μπορώ μονάχα να σε συλλογιέμαι τις ηλιόλουστες μέρες, κάτω απ’ το ανανεωμένο χάδι των πυροβολισμών [...] Θα ρίξω ένα βλέμμα λοξό, σαν το σκυλί που στρέφεται γιά τελευταία φορά πριν πέσει να ξεκουραστεί, και θα σας αγγίξω με τη ματιά μου, τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί.
Αν κάποια μέρα νιώσεις ένα βλέμμα να πέφτει πάνω σου με βία, μη στραφείς, μη σπάσεις τα μάγια, συνέχισε να πίνεις τον καφέ σου κι άσε με να σε ζήσω για πάντα μές στην αιώνια στιγμή.
★★★★★★★★
2 Δεκεμβρίου 1966.
Μοναδική μου,
Εκμεταλλεύομαι το ταξίδι ενός φίλου για να σου στείλω ετούτες τις γραμμές. Θα μπορούσα φυσικά να στις στείλω με το ταχυδρομείο, αλλά μου φάνηκε πιό οικείος ο “μη επίσημος” δρόμος. Θα μπορούσα να σου πω ότι μου λείπεις τόσο που έχω χάσει τον ύπνο μου, αλλά ξέρω ότι δε θα με πίστευες, οπότε συγκρατούμαι. Είναι όμως κάποιες μέρες που η νοσταλγία ορμάει ασυγκράτητη και με κυριεύει. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, κυρίως, δεν ξέρεις πόσο μου έλλειψαν τα τελετουργικά σου δάκρυα, κάτω από τούτον τον ουρανό με τα καινούργια άστρα, που μου θύμιζε πόσο λίγο έχω χαρεί τη ζωή στον προσωπικό τομέα [...]
Γιά τη ζωή μου εδώ δεν έχω να σου πω πολλά ενδιαφέροντα, η δουλειά μου αρέσει αλλά απαιτεί απομόνωση και μερικές φορές γίνεται κουραστική. Μελετάω, όποτε μου μένει χρόνος, και πότε πότε ονειρεύομαι. Παίζω σκάκι, δίχως αξιόλογους αντιπάλους, και περπατάω αρκετά. Αδυνατίζω, λίγο απ’ τη νοσταλγία και λίγο απ’ τη δουλειά. Δώσε ένα φιλί στα κεφτεδάκια, και σ’ όλους τους άλλους. Για σένα ένα φιλί έμπλεο αναστεναγμών και λοιπών θλιβερών, απ’ τον φτωχό και φαλακρό σου
Σύζυγο
★★★★★★★★
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ
Μοναδική μου εσύ στον κόσμο, λαθραία έβγαλα απ’ το αρμάρι του Χικμέτ ετούτον τον ερωτευμένο στίχο μόνο, γιά να σου δείξω το ακριβές μέγεθος της αγάπης μου.
Παρ’ όλα αυτά, στον πιό βαθύ λαβύρινθο του μελαγχολικού κοχυλιού σμίγουν και απωθούνται οι πόλοι του πνεύματος μου: εσύ και ΟΛΟΙ.
Οι Όλοι απαιτούν την αμέριστη αφοσίωση μου, μόνη η σκιά μου να σκοτεινιάζει το δρόμο! Κι όμως, δίχως να ξεγελάω τους νόμους του εξαϋλωμένου έρωτα σ’ έχω φυλαγμένη στον ταξιδιωτικό μου σάκο.
(Σε κουβαλάω στο σάκο μου του ακούρατου ταξιδιώτη σαν τον άρτον ημών τον επιούσιο.)
Πάω να οικοδομήσω τις ανοίξεις του αίματος και του γουδιού κι αφήνω, στο κενό της απουσίας μου, ετούτο το φιλί το δίχως γνωστή διεύθυνση. Δε μου έχουν ανακοινώσει, όμως, την κρατημένη θέση στη θριαμβευτική παρέλαση της νίκης και το μονοπάτι που βγάζει στο δρόμο μου είναι φωτοστεφανωμένο από δυσοίωνες σκιές.
Αν προορίζουν γιά μένα τον σκοτεινό θώκο των τσιμέντων, φύλαξε τον στο ομιχλώδες αρχείο των αναμνήσεων – κατέφυγε σ’αυτόν τις νύχτες των δακρύων και των ονείρων …
Αντίο, μοναδική μου, μην τρέμεις μπροστά στην πείνα των λύκων ούτε στις παγωμένες στέπες της απουσίας, σ’ έχω στο μέρος της καρδιάς και θα πορευτούμε μαζί ώσπου ο δρόμος να σβηστεί …

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More