23 Φεβ 2021

Μαρίκα Νίνου – Μια “παράξενη κοπέλα” που χάθηκε στα 35 της…

 Μαρίκα Νίνου

Γυ­ναι­κεί­ες φωνές ασπρό­μαυ­ρες, θη­λυ­κές φι­γού­ρες τόλ­μη­σαν –στις αρχές της 10ε­τί­ας του ΄50 να σπά­σουν τις συμ­βα­τι­κό­τη­τες ενός αυ­στη­ρά αν­δρο­κρα­τού­με­νου χώρου και ανέ­βη­καν στο πάλκο με μόνο όπλο τη φωνή τους, συμ­βά­λο­ντας απο­φα­σι­στι­κά στη δια­μόρ­φω­ση της φυ­σιο­γνω­μί­ας του ρε­μπέ­τι­κου τρα­γου­διού.
«Γεν­νή­θη­κα για να πονώ…»
Η Σω­τη­ρία Μπέλ­λου δια­κί­νη­σε «Ρι­ζο­σπά­στη» και δε δί­στα­σε να βρε­θεί στα οδο­φράγ­μα­τα του Δε­κέμ­βρη με τ’ όπλο στο χέρι… «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα…».
Κου­βά­λη­σαν στη φωνή τους την προ­σφυ­γιά και την εσω­τε­ρι­κή με­τα­νά­στευ­ση, η Ρίτα Αμπα­τζή από τη Σμύρ­νη ως το Αι­γά­λεω, η Ρόζα Εσκε­νά­ζυ από την Πόλη ως την Κό­ριν­θο, η Στέλ­λα Χα­σκίλ από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, η Μα­ρί­κα Κα­να­ρο­πού­λου από την Πρού­σα ως την Αθήνα, η Σοφία Κα­ρί­βα­λη από τη Σμύρ­νη ως την Κοκ­κι­νιά, η Αγ­γε­λί­τσα Πα­πά­ζο­γλου, τυφλή από το ’29 από τη Σμύρ­νη ως την Κοκ­κι­νιά και αυτή, η άλλη Μα­ρί­κα η Πα­πα­γκί­κα ήρθε από την Κω, η Ιω­άν­να Γε­ωρ­γα­κο­πού­λου από τη Ζα­χά­ρω και εξέ­χου­σα με­τα­ξύ αυτών η Αρ­μέ­νισ­σα Μα­ρί­κα Νίνου, αυτή που μας τρα­γού­δη­σε την τα­πει­νο­σύ­νη και τη βυ­ζα­ντι­νή πα­ρακ­μή
Φωνές που τρα­γού­δη­σαν «αυ­στη­ρά», χωρίς να έχουν ανά­γκη τη «σκη­νι­κή πα­ρου­σία» για να επι­βάλ­λουν το σε­βα­σμό και να κερ­δί­σουν την εκτί­μη­ση.
Φωνές που «ξε­χά­στη­καν» στ’ αυ­λά­κια των δί­σκων… Ομως είναι εδώ… «Παίρ­νουν» το τε­λευ­ταίο βρα­δι­νό λε­ω­φο­ρείο για τις λαϊ­κές γει­το­νιές, «πε­ρι­μέ­νουν» υπο­μο­νε­τι­κά στη στάση, και καμιά φορά το βλέμ­μα καρ­φώ­νε­ται στο νυ­χτε­ρι­νό ου­ρα­νό, καθώς σπρώ­χνουν με μια κου­ρα­σμέ­νη κί­νη­ση μια τούφα μαλ­λιά πίσω απ’ τ’ αυτί…
Φωνές που είναι εδώ… Μπο­ρεί να μην τις βλέ­που­με.

Μα­ρί­κα Νίνου – Γεν­νή­θη­κα για να πονώ

Επα­νά­στα­ση στο λαϊκό πάλκο και γε­νι­κό­τε­ρα στη λαϊκή μας μου­σι­κή έφερε στις αρχές της πε­ριό­δου του 1950 η Μα­ρί­κα Νίνου (Μα­ρί­κα ή Ευαγ­γε­λία Νι­κο­λα­ΐ­δου).
Ο Πάνος Γε­ρα­μά­νης, ανα­φέ­ρει στο ση­μεί­ω­μα της συλ­λο­γής «Μα­ρί­κα Νίνου – τα με­γά­λα πορ­τρέ­τα» ότι γεν­νή­θη­κε 1η-Ιαν-1918 στον Καύ­κα­σο.
Ο Κώ­στας Χα­τζη­δου­λής στο βι­βλίο του «Βα­σί­λης Τσι­τσά­νης – η ζωή μου, το έργο μου», ανα­φέ­ρει ως τόπο γέν­νη­σης την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.
Ο Πάνος Σαβ­βό­που­λος, σε ση­μεί­ω­μά του ανα­φέ­ρει ότι η Μα­ρί­κα Νίνου, αρ­με­νι­κής κα­τα­γω­γής, γεν­νή­θη­κε το 1922 πάνω στο κα­ρά­βι «Ευαγ­γε­λί­στρια» που έφερ­νε τη μάνα της και την οι­κο­γέ­νειά της από τη Σμύρ­νη στον Πει­ραιά και γι αυτό και της έδω­σαν το όνομα Ευαγ­γε­λία.

Μαρίκα Νίνου πάλκο 

Ο πα­τέ­ρας της Οβα­νές (Γιάν­νης) και η μη­τέ­ρα της Γκιού­λα (Τρια­ντα­φυλ­λιά) Ατα­μιάν γλί­τω­σαν από τη σφαγή του 1922 και ξε­κί­νη­σαν ξανά τη ζωή τους στην Κοκ­κι­νιά του Πει­ραιά- Οδός Με­γά­ρων 50, όπου πέ­ρα­σαν πολύ δύ­σκο­λα χρό­νια.
Στο ντο­κι­μα­ντέρ Μα­ρι­́κα Νι­́νου –ΕΡΤ1 (Πα­ρα­σκη­́νιο), η Νού­νια Γε­ρα­μιάν, μιλά «για το κο­ρι­τσά­κι που έψελ­νε κάθε με­γά­λη εβδο­μά­δα» για τους συ­μπα­τριώ­τες της στην Αρ­μέ­νι­κη εκ­κλη­σία τους στην Κοκ­κι­νιά, κερ­δί­ζο­ντας από τότε τον θαυ­μα­σμό της κοι­νό­τη­τας.
Το 1939 πα­ντρεύ­τη­κε τον συ­μπα­τριώ­τη της Μεσ­ρο­πιάν και το 1940 γεν­νιέ­ται ο πρώ­τος της γιος Οβα­νές. Χώ­ρι­σαν αρ­γό­τε­ρα και πα­ντρεύ­τη­κε με τον ακρο­βά­τη Νίνο Νι­κο­λα­ΐ­δη, η μη­τέ­ρα του οποί­ου, θε­α­τρί­να κι αυτή, της κόλ­λη­σε το όνομα Μα­ρί­κα για να θυ­μί­ζει την Κο­το­πού­λη.
Έκα­ναν μαζί πα­ρα­στά­σεις ακρο­βα­τι­κών με το όνομα «Ντούο Νίνο» ενώ όταν μπήκε και ο Οβα­νές στο σχήμα αυτό με­το­νο­μά­στη­κε σε «Δυό­μι­σι Νίνο».

Σε κά­ποια εμ­φά­νι­σή τους στο Ναύ­σταθ­μο Σα­λα­μί­νας την ανα­κά­λυ­ψε ο Πέ­τρος Κυ­ρια­κός και την γνώ­ρι­σε στο Μα­νώ­λη Χιώτη. Την πρώτη ηχο­γρά­φη­ση την έκανε τον Ιούνη το 1948 με δύο τρα­γού­δια του Χιώτη: «Ώρες σε κρυ­φο­κοι­τά­ζω» και «Θα σου πω το μυ­στι­κό μου».

Τσι­τσά­νης-Μα­ρί­κα

Λέ­γε­ται ότι η Νίνου είναι η πρώτη γυ­ναί­κα που τρα­γού­δη­σε όρθια στο πάλκο γύρω στο 1951.
Η πρώτη της δου­λειά σε πάλκο στη «Φλο­ρί­δα» στο Πεδίο του Άρεως, του Πα­να­γιώ­τη Με­λι­τά, μαζί με τους Μι­χά­λη Γε­νί­τσα­ρη, Λε­μο­νό­που­λο, Ανέ­στο Αθα­να­σί­ου, Βούλα Δε­ρέ­μπεη, ενώ μετά ήρθαν και οι Από­στο­λος Χα­τζη­χρή­στος και Γιώρ­γος Λαύ­κας.
Το 1949 την βλέ­πει ο Τσι­τσά­νης και όπως λέει ο ίδιος στη βιο­γρα­φία του στον Χα­τζη­δου­λή «Την άκου­σα και δεν άρ­γη­σα να κα­τα­λά­βω το τα­λέ­ντο της. Κα­τά­λα­βα πως με δου­λειά θ’ άφηνε εποχή. Είχε μια ξε­χω­ρι­στή ερ­μη­νευ­τι­κή ικα­νό­τη­τα, είχε το κάτι άλλο (…). Γί­να­με ντου­έ­το και κάθε βράδυ στου «Τζίμη» γι­νό­ταν χα­λα­σμός κό­σμου (…). Η Μα­ρί­κα στο πάλκο ήταν ασυ­να­γώ­νι­στη, οι κι­νή­σεις της ήταν κάτι το συ­γκλο­νι­στι­κό. Όταν τρα­γου­δού­σε είχε τέ­τοια εκ­φρα­στι­κό­τη­τα και τέ­τοια με­τα­δο­τι­κό­τη­τα στο κοινό, που δεν πρό­κει­ται να γεν­νη­θεί άλλη (…). Το κέφι που δη­μιουρ­γού­σε η Νίνου στο πάλκο έφτια­χνε μια ατμό­σφαι­ρα που μπο­ρού­σε να χα­λά­σει ο κό­σμος στο μα­γα­ζί. Αυτό ήταν έμ­φυ­το. Ήταν γεν­νη­μέ­νη για το πάλκο».

Μαρίκα+Τσιτάνης ninou-tsitsanis

Η με­γά­λη της επι­τυ­χία, γί­νε­ται αιτία να της δώ­σουν κι άλλοι συν­θέ­τες σπου­δαία τρα­γού­δια, όπως ο Μη­τσά­κης, «Στα μπου­ζού­κια να με πας», «Βα­λε­ντί­να», «Πα­λα­μά­κια» -ο Χιώ­της, «Πα­ρά­ξε­νη κο­πέ­λα», «Έχασα τα μάτια τα ωραία» -ο Χα­τζη­χρή­στος, «Η μικρή του κα­μη­λιέ­ρη», οι Ρι­τσιάρ­δης-Τραϊ­φό­ρος «Η τα­μπα­κιέ­ρα», ο Στέ­λιος Κη­ρο­μύ­της «Πες μου γιατί άλ­λα­ξες», ο Γιάν­νης Τα­τα­σό­που­λος «Το δέκα το καλό”, ο Σταύ­ρος Τζουα­νά­κος «Φτά­νει που θα μ’ αγα­πά­ει», ο Μι­χά­λης Σο­γιούλ «Ο μήνας έχει εννιά» κλπ. κλπ.

Ο Τσι­τσά­νης συ­νε­χί­ζει να της γρά­φει τρα­γού­δια που γί­νο­νται με­γά­λες επι­τυ­χί­ες όπως …«Σεράχ», «Είμαι μια δυ­στυ­χι­σμέ­νη», «Τα κα­βου­ρά­κια», «Ζαΐρα», «Απόψε κά­νεις μπαμ», «Παίξ­τε μπου­ζού­κια», «Στο Τού­νε­ζι, στη Μπαρ­μπα­ριά», «Γεια σου καΐκι μου Άη Νι­κό­λα», το συ­γκλο­νι­στι­κό σε στί­χους Κώστα Βίρ­βου, «Γεν­νή­θη­κα για να πονώ» το «Τι σή­με­ρα, τι αύριο, τι τώρα» και άλλα πολλά.

Στην Αμε­ρι­κή

Με υπο­ψία καρ­κί­νου, πρώτο τα­ξί­δι το ’54 – θα δου­λέ­ψει στο «Νέο Βυ­ζά­ντιο» στη Νέα Υόρκη, γυ­ρί­ζει στην Ελ­λά­δα σε άσχη­μη κα­τά­στα­ση, ξα­να­πη­γαί­νει στου «Τζίμη», ενώ ηχο­γρα­φεί το «Αγάπη που έγι­νες δί­κο­πο μα­χαί­ρι», τα­ξι­δεύ­ει πάλι Αμε­ρι­κή, όπου την υπο­στή­ρι­ξαν ο Κώ­στας Κα­πλά­νης και η Ρένα Ντάλ­λια, η οποία μαζί με την Εύα Στυλ έκα­ναν κάθε βράδυ έρανο με­τα­ξύ των θα­μώ­νων στα κέ­ντρα «Μπρι­τά­νια» και «Βυ­ζά­ντιο» για τα έξοδα του νο­σο­κο­μεί­ου.
Κα­τα­βε­βλη­μέ­νη γυ­ρί­ζει στην Ελ­λά­δα και ανα­γκά­ζε­ται να δου­λέ­ψει στου «Τζίμη» για να «ξε­χρε­ώ­σει» οφει­λή.

Πε­θαί­νει στις 23 Φλε­βά­ρη του 1957, ημέρα Σάβ­βα­το, στα 35 της μόλις χρό­νια.

Μαρίκα-Νίνου

Για τη (δια­προ­σω­πι­κή) σχέση Τσι­τσά­νη-Νί­νου (κλπ. ζη­τή­μα­τα «κλει­δα­ρό­τρυ­πας» θέ­μα­τα που δεν μας αφο­ρούν σαν «Ατέ­χνως» -αντί­θε­τα…)  πολλά γρά­φη­καν, με­τα­ξύ άλλων από τον (ολί­γον; «κου­τσο­μπό­λη») Λευ­τέ­ρη Πα­πα­δό­που­λο «γύ­ρι­σε άρ­ρω­στη (σσ. Από την Αμε­ρι­κή) –ο Τσι­τσά­νης δεν της ξα­να­μί­λη­σε. Δεν πήγε να τη δει στο νο­σο­κο­μείο. Ούτε στην κη­δεία της πήγε…» (no comment)

Ο Μάνος Χα­τζι­δά­κις της αφιέ­ρω­σε το δίσκο του «Τα πέριξ» (1974), με ερ­μη­νεύ­τρια τη Βούλα Σαβ­βί­δη, με τα λόγια: «Όλη η ερ­γα­σία αυτή χα­ρί­ζε­ται στη μνήμη της ανε­πα­νά­λη­πτης Μα­ρί­κας Νίνου, που δίχως να το ξέρει, με το μα­χαί­ρι της φωνής της, χά­ρα­ξε μέσα μας βαθιά τα ονό­μα­τα των θεών της τα­πει­νο­σύ­νης και της βυ­ζα­ντι­νής πα­ρακ­μής».

Το πέ­ρα­σμά της σύ­ντο­μο και φλο­γε­ρό από το πάλκο, από τη δι­σκο­γρα­φία και από τη ζωή.
Ο μύθος της αξε­πέ­ρα­στος μέχρι σή­με­ρα.

Μαρίκα-Νίνου

Κά­ποιοι την είπαν “πα­ρά­ξε­νη” …

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More