8 Ιαν 2021

Τα τζαμαϊκάνικο όνειρο περνάει από τη μουσική

Πολύ λίγοι Τζαμαϊκανοί φαντάζονται ότι το καινούργιο πλάνο διαρθρωτικής προσαρμογής που αυτό τον καιρό διαπραγματεύεται η χώρα τους με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (το δέκατο τέταρτο από το 1977) θα τους γλιτώσει από την εξαθλίωση. Η μουσική βιομηχανία δημιουργεί περισσότερες ελπίδες –έστω κι αν απαιτούνται πολλές θυσίες αν θέλεις να δοκιμάσεις να αγγίξεις τη δόξα.

Αρχείο, Νοέμβριος 2012

 

 

Με αψεγάδιαστα μοκασίνια, πουκάμισο στην τρίχα και λευκό κασκέτο, ο Κόρτνεϊ αποτελεί ζωντανή πρόκληση για τη σκόνη της πρωτεύουσας. Στο Κίνγκστον, το swag –η φιγουράτη εμφάνιση– μετράει ακόμη περισσότερο όταν φιλοδοξείς να γίνεις, κάποια μέρα, αστέρι του dancehall (βλ. σχετικό πλαίσιο).

Ο όρος αυτός, ο οποίος σημαίνει στην κυριολεξία «πίστα χορού», περιγράφει ένα μουσικό είδος που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1980. Γενικότερα, αποτελεί συνώνυμο της «τζαμαϊκανής μουσικής», περιλαμβάνοντας κατ’ επέκταση κάθε πρακτική που σχετίζεται με την παραγωγή ή την κατανάλωσή της, από τα ενδυματολογικά στυλ έως τους χορευτικούς ομίλους, χωρίς να παραλείπονται τα «sound systems»1. Ο Κόρτνεϊ τραγουδάει: ετοιμάζεται να ηχογραφήσει ένα καινούργιο κομμάτι.

Με μόνη οικογένεια μια θεία που ζει στην άλλη άκρη της πόλης, χωρίς χρήματα στην άκρη, με μια δουλειά που του εξασφαλίζει 12.000 δολάρια Τζαμάικας (αντιστοιχούν σε 110 ευρώ) το δεκαπενθήμερο2 ως αντίτιμο της φροντίδας των κήπων στις βίλες της αστικής τάξης στο προάστιο του Μπέβερλι Χιλς, ο Κόρτνεϊ δεν συνομιλεί ακριβώς με τη δόξα. Ο μισθός του τον κατατάσσει στον μέσο όρο της χώρας. Πληρώνει το ενοίκιό του, τους λογαριασμούς του και αγοράζει τα τρόφιμα που χρειάζεται –σπανίως όμως και τα τρία μαζί στη διάρκεια του ίδιου μήνα. Έτσι, ακριβώς όπως και εκατοντάδες άλλοι Τζαμαϊκανοί, ο νεαρός περνάει μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του σε ένα από τα δεκάδες στούντιο ηχογραφήσεων της πόλης : καταπώς λέει και το γνωμικό, «δεν πλουτίζεις δουλεύοντας», οπότε η μουσική αποτελεί τον πλέον σύντομο δρόμο για μια λιγότερο εξαθλιωμένη ζωή, τουλάχιστον για όσους παραμένουν μακριά από τα όπλα και τις συμμορίες.

Ονειρεύεται να πετύχει, πολύ γρήγορα, ηχογραφώντας ένα σουξέ: η ελπίδα τρέφεται από τη διαδρομή μιας χούφτας σταρ καταγόμενων από το γκέτο –Mavado, Elephant Man, Beenie Man, Vybz Kartel κ.λπ. Οι περαστικοί τούς βλέπουν να περιφέρονται στη Χόουπ Ρόουντ, την κυριότερη λεωφόρο της πρωτεύουσας, στο τιμόνι γερμανικών κάμπριο και ο τοπικός Τύπος βουίζει για τα κατορθώματά τους. Όμως, για τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων, το dancehall παραμένει η μουσική που συνοδεύει την καθημερινή δουλειά, στις χίλιες και μία δραστηριότητες του ανεπίσημου τομέα της οικονομίας (με την οποία έχουν σχέση τα δύο τρίτα του πληθυσμού, παράγοντας το 45% του ΑΕΠ), στην τουριστική βιομηχανία ή στις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες (ο τριτογενής τομέας αντιπροσωπεύει περίπου το 30% της παραγωγής πραγματικού πλούτου της χώρας3).

Προκειμένου να κυκλοφορεί μεταξύ του στούντιο ηχογράφησης, των κήπων των πλούσιων προαστίων και του διαμερίσματός του, ο Κόρτνεϊ καβαλάει ένα παλιό κόκκινο ποδήλατο ανώμαλου δρόμου, το οποίο φρενάρει κοντράροντας τη σόλα του παπουτσιού του στο πίσω λάστιχο. Το δωμάτιό του, που βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου Γουαρέικα, αποτελεί μέρος μιας μικρής «φρουράς», εκείνων των φτωχών συνοικισμών που ελέγχονται από τις χρηματιζόμενες από τα πολιτικά κόμματα της Τζαμάικας συμμορίες. Βρισκόμαστε στα ανατολικά της πόλης, στην καρδιά ενός συμπλέγματος οχυρών τέτοιου τύπου, τα οποία άνθισαν σε ό,τι απέμεινε από τις όμορφες συνοικίες που κατασκευάστηκαν την εποχή της ανεξαρτησίας, το 1962. Σχεδιασμένα για τις μεσαίες τάξεις, τα συγκροτήματα κατοικιών έχουν εκκενωθεί εδώ και πολύ καιρό από τους αυθεντικούς κατοίκους τους. Χωρισμένα σε δωμάτια, σήμερα κατοικούνται από εκείνους που δεν έχουν τα μέσα να πάνε κάπου αλλού, έχουν όμως καταφέρει να ξεφύγουν από τις παραγκουπόλεις που έχουν δημιουργηθεί στο δυτικό Κίνγκστον, γύρω από τη χωματερή του Ρίβερτον ή στους βάλτους του Σίβιου, λόγου χάρη. Οι τοίχοι που οριοθετούν τους δρόμους έχουν ζωγραφισμένη την εικόνα του εθνικού ήρωα Μάρκους Γκάρβεϊ4, του θρυλικού Μπομπ Μάρλεϊ, του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Μάικλ Μάνλεϊ (στην εξουσία από το 1972 έως το 1980 και στη συνέχεια από το 1989 έως το 1992) και μερικών ντόπιων αρχηγών φρουράς, των Dons.

Το δωμάτιο του Κόρτνεϊ ίσα που χωράει ένα κρεβάτι καλυμμένο με ένα αφρώδες στρώμα, ένα παλιό ψυγείο, μια μικρή τηλεόραση, ένα στερεοφωνικό και μια μεγάλη σκάφη, προορισμένη να συλλέγει τις πιο σημαντικές διαρροές του ταβανιού. Λουλουδάτες ροζ κουρτίνες καλύπτουν τις μεταλλικές περσίδες, που παραμένουν συνεχώς κλειστές. Το καλώδιο του κλεμμένου ηλεκτρικού διασχίζει διαγωνίως το δωμάτιο, φορτωμένο με μερικές κρεμάστρες με ρούχα. Μια πρίζα, μονωμένη πρόχειρα με μαύρη ταινία, κρέμεται στον τοίχο, επιτρέποντας τη μόνιμη λειτουργία ενός ανεμιστήρα με τηλεχειριστήριο. Το φως ανάβει βιδώνοντας τον λαμπτήρα, η πόρτα κλείνει περνώντας ένα κομμάτι στυλό μέσα στο άγκιστρο ενός λουκέτου. Στην υπόλοιπη πόλη, η αναφορά και μόνο του ονόματος μιας από αυτές τις συνοικίες προκαλεί μορφασμούς αποστροφής και φόβο: οι πολιτικές πελατειακές σχέσεις, η διακίνηση ναρκωτικών και η πάλη για τον έλεγχο των εκβιασμών των εμπορικών επιχειρήσεων της πρωτεύουσας γέμισαν αυτές τις «φρουρές» με πολεμικά όπλα. Τα μέλη των συμμοριών αλληλοσκοτώνονται και τα όπλα ξαναεμφανίζονται στα χέρια εφήβων, των gun bwoy

Ο Κόρτνεϊ έμαθε να τραγουδάει στην εκκλησία. Τελειοποίησε την τέχνη του με το πέρασμα των χρόνων, χωρίς να το πολυσκέφτεται. Με μια χροιά αμερικάνικης σόουλ στη φωνή του, το πρωί σιγοτραγουδάει τους μελαγχολικούς ύμνους του γκέτο καθώς γυαλίζει τα παπούτσια του. Το βράδυ, στο διάβα μιας κοπέλας που βρίσκει γοητευτική, αυτοσχεδιάζει στα πατουά, την κρεολική διάλεκτο της Τζαμάικα, σε έναν πιο πικάντικο τόνο. Τον συνοδεύει ένας φίλος, κρατώντας τον χαρακτηριστικό ρυθμό του dancehall με δύο μπουκάλια.

Η σκηνή διαδραματίζεται μπροστά στο μπαράκι της γειτονιάς, υπό το βλέμμα της εύθυμης ιδιοκτήτριας. Κάτω από τη γενική αδιαφορία, ένα κοριτσάκι γύρω στα δώδεκα κουβαλάει ένα μπιτόνι νερό, σκυμμένο από το βάρος. Λίγο παραπέρα, παιδιά με λαμπερή επιδερμίδα, γυμνά από τη μέση και πάνω, παίζουν αστυνόμους και bad bwoy (γκάνγκστερ), οπλισμένα με ξύλινα πιστόλια. Μια μαθήτρια με ποδιά ψαχουλεύει τις τσέπες του μικρού αδελφού της μιμούμενη τη βίαιη συμπεριφορά των squadies (αστυνομικών). Το αγόρι έχει τα χέρια στον τοίχο και τα πόδια ανοιχτά ενόσω η αδελφή του πασπατεύει τις τσέπες του και του ρίχνει δυνατές καρπαζιές στον σβέρκο. Άξαφνα, τα παιδιά σκορπίζουν. Μια βαριά σιωπή πέφτει στον δρόμο. Δύο τζιπ του στρατού περιπολούν αργά στο ξεχαρβαλωμένο οδόστρωμα, ανοίγοντας τον δρόμο σε μια πομπή πέντε αυτοκινήτων της αστυνομίας. Τη φάλαγγα προστατεύουν ως οπισθοφυλακή δύο στρατιωτικά οχήματα, με βαρύ όπλο και σκοπευτή στην οροφή τους. Η αστυνομία δημιουργήθηκε από τους Βρετανούς αποίκους για να εμποδίζει τους φτωχούς να εξεγείρονται. Μισό αιώνα μετά την ανεξαρτησία, προστατεύει τους πλούσιους Τζαμαϊκανούς από τις συμμορίες που η ίδια αυτή αστική τάξη δημιούργησε προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία: πράγματι, οι συμμορίες γεννήθηκαν μαζί με τα πρώτα πολιτικά κόμματα, προστατεύοντας τις συγκεντρώσεις των «δικών τους», επιτιθέμενες εναντίον εκείνων του αντίπαλου κόμματος και εμποδίζοντας κάποια άτομα να φτάσουν στις κάλπες. Σε αυτά τα καθήκοντα αρχικά, κατά τη δεκαετία του 1940, απασχολήθηκαν λιμενεργάτες. Στη συνέχεια, πλήρωναν ομάδες νεαρών από ορισμένες γειτονιές. Εξάλλου, τα πρώτα όπλα που έφτασαν στο γκέτο είχαν το παρατσούκλι vote getters («κράχτες για ψήφους»).

Σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε ο Κόρτνεϊ: αποτελεί το σκηνικό των τραγουδιών του, όπως και όλου του dancehall. Οι δύο πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες της χώρας, ο Vybz Kartel και ο Buju Banton, βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη φυλακή, για ανθρωποκτονία και διακίνηση ναρκωτικών αντίστοιχα. Ο τρίτος, ο Jah Cure,γνώρισε την επιτυχία μετά το σωφρονιστήριο της Αγίας Αικατερίνης, όπου εξέτισε ποινή οκτώ ετών για βιασμό.

Το σύστημα παραγωγής ενός κομματιού οργανώνεται σε τρία στάδια: την ηχογράφηση, τη μείξη και την προώθηση. Πολύ σπάνιοι ανάμεσα στους νέους είναι εκείνοι που ηχογραφούν ένα tune (τραγούδι) σε λιγότερες από τρεις ώρες, με 1.500 δολάρια Τζαμάικας (περίπου 14 ευρώ) την ώρα στο Cell Block και σχεδόν τα διπλάσια σε ένα πολύ διάσημο στούντιο όπως το Tuff Gong. Ένας τραγουδιστής για τα δεύτερα φωνητικά; Μην υπολογίζετε λιγότερα από 5.000 δολάρια. Η μείξη, στάδιο απαραίτητο προκειμένου να γίνει εμπορεύσιμο το κομμάτι; 5.000 τουλάχιστον… Όμως απομένει το πιο σκληρό στάδιο –και το πιο ακριβό: να καταφέρει το τραγούδι να ξεχωρίσει ανάμεσα στους χιλιάδες τίτλους που παράγονται κάθε χρόνο.

Είναι λοιπόν απαραίτητο να μεταδοθεί σε κάποιον από τους μεγαλύτερους ραδιοφωνικούς σταθμούς, όπως τον Irie FM, και ιδανικά να μπει στα charts του, καθώς και σε εκείνα των τηλεοπτικών καναλιών που αφιερώνονται στο dancehall, όπως το RE TV ή το Hype. Ό,τι κι αν λένε οι υπεύθυνοί τους, η πρόσβαση γίνεται επί πληρωμή. Μια απλή καθημερινή μετάδοση επί τρίμηνο σε μία από τις εκπομπές του πρώτου ραδιοφωνικού σταθμού του νησιού κοστίζει περίπου 50.000 δολάρια (κοντά στα 460 ευρώ) σε συναλλαγές κάτω από το τραπέζι. Δεν γίνονται όμως όλα τα κομμάτια εξίσου αποδεκτά και έτσι είναι προτιμότερο να περάσεις από κάποιον που γνωρίζει καλά τον ραδιοφωνικό παραγωγό –έναν ατζέντη, λόγου χάρη. Κάτι που προσθέτει ακόμη περισσότερα έξοδα… Καθώς η δοσοληψία είναι ανεπίσημη, δεν παρέχεται καμία εγγύηση ότι το κομμάτι πράγματι θα μεταδοθεί αποτελεσματικά. Και η πρόσβαση στα charts κοστίζει ακόμη πιο ακριβά. Το ίδιο ισχύει και για τις τηλεοπτικές μεταδόσεις: πρόσβαση επί πληρωμή, συν γύρισμα του βιντεοκλίπ… Το στάδιο της προώθησης και μόνο, αν κάποιος θέλει να το κάνει σωστά, κοστίζει πολύ περισσότερο από τις ετήσιες αποδοχές ενός νεαρού όπως ο Κόρτνεϊ. Μόνο πληρώνοντας αυτή την τιμή ένας καλλιτέχνης μπορεί να ελπίζει ότι θα εξασφαλίσει την τοπική αναγνώριση, κατόπιν τη διεθνή και τελικά θα καταφέρει να ζήσει από τη μουσική του.

Το dancehall προσφέρει μεροκάματο σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Τζαμάικας: πωλητές ποτών και φαγητών στις συναυλίες, οδηγούς λεωφορείων και ταξί, χορευτές, προσωπικό ασφαλείας, τεχνικούς, πωλητές πειρατικών cd, μεταφορείς, προσωπικό των μικρών ινστιτούτων αισθητικής στα οποία καλλωπίζονται οι γυναίκες πριν από αυτές τις εκδηλώσεις και όλους τους μικροκαταφερτζήδες που κινούνται γύρω από τις συναυλίες και τα sound systems. Το πραγματικό χρήμα όμως συγκεντρώνεται αλλού, εκεί όπου επενδύεται το κεφάλαιο: ατζέντηδες, παραγωγοί, διοργανωτές, επενδυτές, μεγάλες διεθνείς μάρκες ως χορηγοί των εκδηλώσεων, ξένες δισκογραφικές εταιρείες… και έμποροι ναρκωτικών –καθώς οι διασυνδέσεις ανά τον κόσμο που δημιουργούνται μέσω της μουσικής εξυπηρετούν τη διακίνηση. Έτσι, η οικονομία του dancehall, με την πυραμιδική οργάνωσή της, αντικατοπτρίζει την οικονομία ολόκληρης της χώρας: τα κέρδη είναι συγκεντρωμένα στα χέρια μιας μικρής αστικής τάξης με ανοιχτόχρωμο δέρμα, η κυριαρχία της οποίας δεν ανατράπηκε από την ανεξαρτησία, και μιας νέας μαύρης τάξης πλουσίων, που εμφανίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1970, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Αν και η οικονομία της Τζαμάικας μετασχηματίστηκε μετά την ανεξαρτησία (βιομηχανία εξόρυξης μεταλλευμάτων, ζώνες ελεύθερου εμπορίου, τουρισμός, μουσική), η ίδια η δομή της δεν εξελίχθηκε σχεδόν καθόλου. Κάποιοι οικονομολόγοι από την Καραϊβική μιλούν για μια «τροποποιημένη οικονομία των φυτειών5», τα κέρδη από την οποία συγκεντρώνονται στα χέρια της τοπικής αστικής τάξης και των διεθνών επενδυτών, χωρίς όμως πλέον να εξαρτάται αποκλειστικά από τον αγροτικό τομέα. Όπως διαπίστωνε ήδη από το 1961 ο Φραντς Φανόν στο «Της Γης οι κολασμένοι», οι νέες τοπικές τάξεις πλουσίων στην πραγματικότητα είναι σχεδόν παντού επικεντρωμένες στον μετασχηματισμό του αποικιακού συστήματος… προκειμένου να το συντηρήσουν μέσα στο νεοσύστατο κράτος.

Από την «κραυγή των αμπαριών» στους θρήνους του γκέτο

Η μουσική κουλτούρα του dancehall εμφανίζεται στην Τζαμάικα την εποχή των φυτειών. Όπως και η ίδια η κρεολική γλώσσα, δανείζεται σε μεγάλο βαθμό στοιχεία από την Αφρική, μεταλλάσσεται όμως μέσω του συγκερασμού που προέκυψε από την επαφή με τους Ευρωπαίους. Η κουλτούρα αυτή «αλλάζει μέσα από την ανταλλαγή, χωρίς να χάνεται», σύμφωνα με την αγαπημένη έκφραση του ποιητή από τη Μαρτινίκα Εντουάρ Γκλισάν6. Στη συνέχεια, όπως και η τζαμαϊκανή οικονομία, το dancehall εξελίχθηκε, όμως η δομή του παρέμεινε αναλλοίωτη. Τον παλιό καιρό, μαζεύονταν στην άκρη της φυτείας, γύρω από τα τύμπανα και τα αυτοσχέδια όργανα, για να χορέψουν. Εκεί κορόιδευαν τους αφέντες, εκεί έκαναν κοινωνικά σχόλια, εκεί αντάλλασσαν ευχαριστίες, εκεί σιγοψιθύριζαν τους σκοπούς της παρηγοριάς ή τα ερωτικά τραγούδια, πότε-πότε ελευθεριάζοντα: όλα αυτά τα συστατικά βρίσκονται και στο σύγχρονο dancehall, με τη μόνη διαφορά ότι πλέον ο ρυθμός παράγεται από υπολογιστές.
Στο μεσοδιάστημα, το μέντο, το σκα και η ρέγγε αποτέλεσαν μερικές από τις εκδηλώσεις της εξέλιξης αυτής της μουσικής. Εκεί θα ξαναβρούμε αυτά τα θέματα, ερμηνευμένα από rumba box7sardine tin guitar8 και κατόπιν από πιο σύγχρονα όργανα. Θα μπορούσαμε εδώ να χρησιμοποιήσουμε την ανάλυση ενός άλλου συγγραφέα από τη Μαρτινίκα, του Πατρίκ Σαμουαζό, σχετικά με τους αφηγητές-παραμυθάδες και τις διάφορες άλλες προλογοτεχνικές εκφράσεις των Αντιλλών, και να δούμε το dancehall να γεννιέται μέσα από την «κραυγή των αμπαριών» των δουλεμπορικών πλοίων, κατά τη διάρκεια του διάπλου του Ατλαντικού9. Στο νησί πια, η μουσική θα διατηρήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέλιξής της τη λειτουργία της βαλβίδας ψυχολογικής ασφαλείας, προσφέροντας καλλιτεχνική διέξοδο στον καημό των ξεριζωμένων με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Όταν ο Μπομπ Μάρλεϊ συνάντησε έναν από τους πρώτους Τζαμαϊκανούς παραγωγούς του, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970, εκείνος θα του πει: «Έρχεσαι από μια γειτονιά όπου οι άνθρωποι όλη την ώρα θρηνούν. Θα είστε λοιπόν οι “Wailers”10…».
  1. Στην κυριολεξία : «ηχοσυστήματα». Ο όρος κατ’ επέκταση περιγράφει τις ομάδες που δίνουν ζωή στις χαρακτηριστικές βραδιές της σκηνής του dancehall με τη βοήθεια «τοίχων» από μεγαφωνικές εγκαταστάσεις και γιγαντιαίων υπογούφερ.
  2. Ο βασικός μισθός είναι 20.000 δολάρια Τζαμάικας τον μήνα (περίπου 180 ευρώ), αύξηση κατά 11% από τον Ιούλιο του 2012.
  3. Οι επίσημες στατιστικές ανεβάζουν το ποσοστό στο 79% της παραγωγής εθνικού πλούτου, αλλά δεν λαμβάνουν υπ’ όψη την ανεπίσημη οικονομία ούτε και τα εμβάσματα από τους Τζαμαϊκανούς της διασποράς.
  4. Διάσημος παναφρικανιστής, υπέρμαχος του επαναπατρισμού των Αφροαμερικανών στην Αφρική.
  5. Βλ. Lloyd Best και Kari Polanyi Levitt, «Essays on the Theory of Plantation Economy», University of the West Indies Press, Κίνγκστον, 2009.
  6. Edouard Glissant, «Poétique de la relation», Gallimard, Παρίσι, 1990.
  7. Όργανο που αποτελείται από ένα ξύλινο αντηχείο, το οποίο χρησιμεύει και ως κάθισμα, και από μια σειρά μεταλλικών ελασμάτων, τα οποία παράγουν τους ήχους.
  8. Αυτοσχέδια κιθάρα, που το αντηχείο της είναι φτιαγμένο από κονσερβοκούτι.
  9. Patrick Chamoiseau, «Lettres créoles», Gallimard, Παρίσι, 2000.
  10. Το ρήμα wail σημαίνει «θρηνώ». Από συνέντευξη του Μπάνι Γουέιλερ στο Marley, ντοκιμαντέρ του Κέβιν ΜακΝτόναλντ, 2012, το οποίο προβλήθηκε πρόσφατα και στη χώρα μας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More