10 Μαΐ 2020

Οι «σπασμένοι» άνθρωποι της θάλασσας

Με περισ  σότερους από χίλιους τραυματίες και πάνω από δέκα νεκρούς κάθε χρονιά, η αλιεία είναι ο πιο επικίνδυνος επαγγελματικός κλάδος στη Γαλλία. Αντιμέτωποι με τη σκληρότητα των συνθηκών εργασίας τους, πολλ  οί αλιείς λυγί  ζουν ή καταφεύγουν σε τεχνητούς παραδείσους. Μια συνάντηση με τους ανθρώπους που ο ωκεανός και η οικονομία του έχουν απομυζήσει.

Το σήμα δίνεται χωρίς να ειπωθεί κουβέντα.

Ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι ο κινητήρας που βουίζει, ασθμαίνει, επιβραδύνει. Εδώ είμαστε. Η σαρδέλα σπαρταράει, εκεί, πολύ κοντά στα ύφαλα του πλοίου. Οι έξι ψαράδε  ς αφήνουν τις κούπες με τον καφέ τους, φορούν την κίτρινη αδιάβροχη νιτσεράδα τους, βάζουν τις γαλότσες τους και ορμούν στο κατάστρωμα. Σουρουπώνει. «Αμολήστε το!», ουρλιάζει ο καπετάνιος Τομά Αμόν από τη γέφυρα  . Χωρίς να περιμένουν, οι ψαράδες πετάνε στη θάλασσα τον γρίπο, το τεράστιο πλεχτό κόκκινο δίχτυ που χρησιμοποιούν τα αλιευτικά σαρδέλας. Ο καπετάνιος τού War Raog III, που μόλις έχει εγκαταλείψει το λιμάνι του Κονκαρνό, επιταχύνει και το πλοίο χαράζει ένα ημικύκλιο μέσα στον κόλπο.

Από αυτό το καθημερινό και εξαντλητικό κυνήγι βιοπορίζονται οι 2.500 ψαράδες του Φινιστέρ, νομού της βορειοδυτικής Γαλλίας που αντιπροσωπεύει περίπου το 50% της βρετονικής αλιείας σε ανθρώπινο δυναμικό και πλοία. Μέσα σε λίγα λεπτά τα δίχτυα γεμίζουν με χιλιάδες ψάρια. Με κυρτωμένα τα σώματά τους και προτεταμένους τους βραχίονες, οι ψαράδες τραβούν τα δίχτυα στο πλοίο. Για να τα καταφέρουν, οι ελιγμοί τους πρέπει να είναι ταχύτατοι. Τρεις άντρε  ς στην πρύμνη του πλοίου, τρεις στην πλώρη, ξυλιασμένοι από τις σταγόνες του παγωμένου νερού που τους χτυπούν αλύπητα. Στην κινούμενη πλατφόρμα, ένα λάθος βήμα μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητά τους.

Με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τραβηγμένα, ο Αλάν Νταουντάλ σηκώνει ένα μολυβόσχοινο που ξεπερνά σε βάρος τους τέσσερις τόνους. Ένα άλλο μέλος του πληρώματος, με μεγάλες κινήσεις των χεριών, στοιβάζει στο πλοίο το βρεγμένο δίχτυ των τριακοσίων μέτρων. Στην πρύμνη του πλοίου, το νεότερο μέλος του πληρώματος μαζεύει μία προς μία τις δεκάδες πλωτές σημαδούρες του γρίπου. Ξάφνου, στην επιφάνεια του νερού εμφανίζονται τα ψάρια, στραφταλίζοντας στις τελευταίες ακτίνες του ηλίου.

Μια γιγαντιαία απόχη, εφαρμοσμένη σε ένα γερανό στην πλώρη του αλιευτικού, βυθίζεται στη θάλασσα και ανεβάζει τριακόσια κιλά σαρδέλες. Καταχωνιάζονται στο κύτος του πλοίου και καλύπτονται με φτυαριές πάγου. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται ώσπου να φορτωθούν τρεις τόνοι ακόμη. Για το μήνα Φεβρουάριο, αυτή είναι η μέγιστη επιτρεπόμενη ποσότητα σαρδέλας για τα αλιευτικά της κοινότητας του Κονκαρνό. Το καλοκαίρι μπορεί να υπερβεί τους δέκα τόνους. Η δουλειά, που συχνά ξεκινά στις δύο το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας, διαρκεί έως αργά το πρωί της επομένης, ενώ η ανάσυρση των διχτυών του αλιευτικού συνεχίζεται χωρίς σταματημό.

 «Τι γυρεύω  εγώ εδώ πέρα;»

«Γνωρίζουμε πάντα πότε θα μπαρκάρουμε, ποτέ όμως πότε θα επιστρέψουμε…» Ο Νταουντάλ, τριάντα ετών, είναι ο πιο ομιλητικός της ομάδας. Βολεύεται στην καμπίνα του πλοίου, όπου δεσπόζει η φωτογραφία μιας ψηλής ξανθιάς γυμνής γυναίκας. «Υπάρχουν μέρες που πραγματικά υποφέρουμε», μουρμουρίζει. Η νύχτα που θα ακολουθήσει θα είναι ακόμα πιο δύσκολη. Το πλήρωμα του War Raog III δεν θα επιστρέψει στο λιμάνι παρά στις 5 το πρωί. Θα βγει να ψαρέψει σαφρίδια, ψάρι συγγενικό με το σκουμπρί, πίσω από τα νησάκια του κόλπου, κάτω από ισχυρούς ανέμους. Μόλις γεμίσει το αμπάρι, θα επιστρέψουν στη στεριά, θα ξεφορτώσουν και θα τακτοποιήσουν την ψαριά τους στην ιχθυόσκαλα –προτού επιστρέψουν στα σπίτια τους, την ώρα που η πόλη ξυπνά.

Στην αλιεία, υπάρχει ένας άγραφος νόμος: «Αποφεύγουμε να πολυμιλάμε για τη ζωή εν πλω, τον φόβο της ανοιχτής θάλασσας, το άγχος… Ό,τι συμβαίνει στο πλοίο μένει στο πλοίο», εξηγεί ο Νταουντάλ. Ο ίδιος αποφασίζει να σπάσει αυτόν τον κανόνα: «Εγώ δεν έχω τίποτα να κρύψω». Ξεκίνησε το ψάρεμα στα δεκαοχτώ του, επηρεασμένος από τον πατέρα του, μηχανικό πλοίων. Όπως πολλοί πρωτάρηδες στο επάγγελμα, μπάρκαρε κατευθείαν για ψάρεμα στα ανοιχτά ως μέλος του πληρώματος μιας μηχανότρατας. Δύο εβδομάδες στη θάλασσα και η δουλειά δεν έλειπε. Εκσπλαχνισμός, πλύσιμο, ψύξη, αποθήκευση τόνων ψαριού…. «Μερικές φορές οι πεσκανδρίτσες ζύγιζαν πενήντα κιλά η μία, με το ζόρι μπορούσαμε να τις μεταφέρουμε», θυμάται. «Μπορώ ακόμα να δω τον εαυτό μου στο κατάστρωμα του πλοίου, με τα ψάρια να μου φτάνουν μέχρι τους γοφούς… Ήταν να τρελαίνεσαι.»

Με τους τσουχτερούς ανέμους δυτικά της Σκωτίας, μερικές φορές το κατάστρωμα καλύπτεται μόνιμα από πάγο. «Υπήρχε το κρύο, φυσικά, αλλά εκείνο που θυμάμαι περισσότερο είναι ο φόβος», ψιθυρίζει ο άνδρας, πατέρας σήμερα τριών παιδιών. Το πλοίο κλυδωνιζόταν και βυθιζόταν σε πελώρια κύματα. Στις πρώτες αποστολές, «τόσο άρρωστος από τη διαρκή ναυτία που μου ’ρχόταν να τα τινάξω», έχανε επτά κιλά ανά δεκαπενθήμερο. «Όταν απομακρυνόμασταν αρκετά μίλια από τη στεριά, μου ερχόταν να ουρλιάξω: “Τι γυρεύω εγώ εδώ πέρα; Πηγαίνετέ με πίσω αμέσως!’’. Αλλά φυσικά, είναι αδύνατον να γυρίσεις πίσω, οπότε βγάζεις τον σκασμό και συνεχίζεις τη δουλειά σου.» Περιτριγυρισμένοι από κεφάλια ψαριών και κομμάτια σάρκας διασκορπισμένα σε όλο το κατάστρωμα, ρισκάρουν ανά πάσα στιγμή να γλιστρήσουν. «Ένα πράγμα γυρνάει συνεχώς στο μυαλό σου: να έχεις πάντα από κάπου να πιαστείς.»

Στους 15.000 εν ενεργεία αλιείς στη Γαλλία, περισσότεροι από χίλιοι τραυματίζονται κάθε χρόνο, σύμφωνα με στοιχεία του αρμόδιου υπουργείου. Το 2016, το επάγγελμα παρουσίασε δείκτη συχνότητας ατυχημάτων κατά 23% υψηλότερο σε σχέση με τον κλάδο της οικοδομής και των δημοσίων έργων. Έχει επίσης το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας. Οι θάνατοι είναι δεκαεννέα φορές περισσότεροι σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα επαγγέλματα στη Γαλλία και έξι φορές περισσότεροι σε σχέση με τον κλάδο της οικοδομής και των δημοσίων έργων. Τα ναυάγια, συχνά θανατηφόρα για τους επιβαίνοντες, στοιχειώνουν το επάγγελμα, όπως και οι πτώσεις στη θάλασσα: απώλεια ισορροπίας, σώματα που παρασύρονται από τα κύματα ή από τα δίχτυα ψαρέματος, στα οποία τα πόδια είναι πολύ εύκολο να σφηνώσουν…

«Οι αλιείς, εξαιτίας της οικονομικής πίεσης, αναλαμβάνουν πολλά περισσότερα ρίσκα συγκριτικά με άλλα επαγγέλματα», παρατηρεί ο Τιερί Σοβάζ, επικεφαλής ιατρός της Υγειονομικής Υπηρεσίας Εργαζομένων στη Θάλασσα (SSGM). «Οι εργαζόμενοι, όπως και τα αφεντικά, πληρώνονται με το κομμάτι. Όσα περισσότερα ψάρια πιάσουν τόσα περισσότερα θα κερδίσουν.» Ο Σοβάζ βρίσκεται επικεφαλής πενήντα ιατρών, υπαγόμενων στο Υπουργείο Οικολογικής και Αλληλέγγυας Μετάβασης της Γαλλίας, που ακολουθούν τους ναυτικούς στα ταξίδια τους. «Το ψάρι διατάζει», λέει. «Όταν υπάρχουν ψάρια, πρέπει να τα ψαρέψεις, ακόμα και αν είσαι κουρασμένος, ακόμα και αν έχεις ήδη πολλές μέρες στη θάλασσα και δεν έχεις κοιμηθεί παρά δύο ώρες.» Ακόμα και όταν εμφανίζονται σωματικοί πόνοι, οι ψαράδες αποφεύγουν να διακόψουν την εργασία τους, σημειώνει ο γιατρός, που έχει ασκήσει για πολλά χρόνια την ειδικότητά του στη Μασσαλία.

«Το άγχος στην ιδέα ότι δεν θα πιάσεις τίποτα για έναν μήνα: αυτό, αυτό σε τρώει», λέει ο Νταουντάλ. «Πρέπει να συνεχίζεις να δουλεύεις. Είναι πάντα ζήτημα χρημάτων.» Στην αλιεία, κερδίζεις μια καλή διαβίωση: 30.000 ευρώ καθαρά τον χρόνο κατά μέσο όρο για τον Νταουντάλ (35.000 ευρώ μεικτά  ο μέσος όρος στη Γαλλία για τους ψαράδες ανοιχτής θάλασσας). Με ποιο τίμημα, όμως;

Αν και ο Σοβάζ παρατηρεί πως οι νέες γενιές ψαράδων παίρνουν περισσότερα μέτρα ασφαλείας, υπάρχει ένας ανασταλτικός παράγοντας στη βελτίωση των συνθηκών ασφαλείας εν πλω: η παλαιότητα του στόλου. Οι νέοι πλοιοκτήτες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στο κόστος αγοράς ενός καινούργιου πλοίου, ενώ πολλοί αλιείς ταξιδεύουν ακόμα με σκάφη τριαντακονταετίας και άνω, στα οποία δύσκολα μπορεί να προσαρμοστεί ο αναγκαίος πρόσθετος εξοπλισμός. Κάτι που ανησυχεί τον Ζαν-Λυκ Λε Λιμπού, διευθυντή του Γραφείου Διερεύνησης Ναυτικών Ατυχημάτων της Γαλλίας: «Ο νέος εξοπλισμός καταλαμβάνει τις περισσότερες φορές το κατάστρωμα όπου οι αλιείς κινούνται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αρκετός χώρος για να απομακρυνθούν σε περίπτωση κινδύνου». Αν και τα παλαιότερα πλοία μπορούν να αποκτήσουν όλο το τεχνολογικό υλικό που διευκολύνει την πλοήγηση στη γέφυρα του πλοίου, «δεν έχουν την άνεση των σύγχρονων πλοίων και κυρίως την ηχομόνωσή τους. Ο θόρυβος είναι εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας και επηρεάζει αρνητικά τις περιόδους ανάπαυσης του πληρώματος». Εξάλλου, όπως υπενθυμίζει ο επικεφαλής του γραφείου διερεύνησης, η κόπωση είναι ένας από τους κύριους παράγοντες πρόκλησης ατυχημάτων εν πλω.

«Το επάγγελμα με διέλυσε», λέει ο Φρανσουά Κουρτάν. Έχοντας ξεκινήσει να δουλεύει στα δεκαέξι του σαν μούτσος σε ένα αλιευτικό τόνου δεκαοκτώ μέτρων, με τα χρόνια άρχισε να νιώθει τους πόνους στην πλάτη να εντείνονται. Μετά εξειδικεύτηκε στην αλιεία καρκινοειδών και οστρακοειδών, ιδίως σε καραβίδες και χτένια Ατλαντικού, δουλεύοντας με πείσμα. Αρκετές φορές του είχε τύχει να μην κοιμάται τρεις μέρες συνεχόμενα. Λίγο αργότερα, το αφεντικό του πέθανε και αντικαταστάθηκε από κάποιον άλλο, με τον οποίο δεν τα πήγαιναν καλά. «Τα πάντα συσσωρεύονται, η φθορά του επαγγέλματος, οι εντάσεις εν πλω», αφηγείται. Μέχρι τη στιγμή που κατέρρευσε: βαριά κατάθλιψη. «Burnout, “κάψιμο”», είπε ο γιατρός.

Όταν θα ξανάπιανε δουλειά, σε άλλο αλιευτικό, ο Κουρτάν θεωρούσε πως θα μπορούσε να κάνει μια νέα αρχή. «Όμως τρεις μήνες μετά την πρόσληψή μου, το αφεντικό μου πήρε το πλοίο και τράβηξε μόνος για τη θάλασσα. Ο καιρός ήταν κακός, το γνωρίζαμε. Επρόκειτο περί αυτοκτονίας; Ξέρουμε μονάχα ότι δεν γύρισε ποτέ πίσω. Αυτό ήταν που ξεχείλισε το ποτήρι: τα παράτησα όλα. Θα έπρεπε σίγουρα να το είχα κάνει νωρίτερα. Προσπαθώ να μην πολυσκέφτομαι όλα αυτά τα γεγονότα, αλλά πού και πού ζωντανεύουν και πάλι στο μυαλό μου…» Ο Κουρτάν παράτησε το επάγγελμα το 2014, έντεκα χρόνια πριν συνταξιοδοτηθεί, και επανεκπαιδεύθηκε για να ασχοληθεί με την οστρακοκαλλιέργεια.

Η ενθύμηση τραυματικών εμπειριών είναι αρκετά συχνό φαινόμενο στους ψαράδες. «Σε αυτόν τον κλάδο, τα επίπεδα εμφάνισης της διαταραχής μετατραυματικού στρες πλησιάζουν εκείνα των πληθυσμών υψηλού κινδύνου, όπως οι στρατιωτικοί και οι πυροσβέστες», παρατηρεί η κλινική ψυχολόγος Καμίγ Ζεγκό, έπειτα από σχετική μελέτη που διενήργησε στη Ναντ, στη Βουλώνη και στο Σαιν Ναζαίρ. «Καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους, οι αλιείς ανοιχτής θάλασσας εκτίθενται σε μια σειρά τραυματικών γεγονότων: ατυχήματα, περισυλλογή πτωμάτων από τη θάλασσα, ναυάγια ή ακόμα και πειρατεία.»

Απωθημένες, οι σοκαριστικές εμπειρίες δεν βγαίνουν στην επιφάνεια παρά αρκετό καιρό αργότερα, με τη μορφή συμπτωμάτων κατάθλιψης, παράνοιας ή ψυχοσωματικών διαταραχών: καρδιαγγειακών και μυοσκελετικών παθήσεων… «Οι ψαράδες δεν μιλούν εύκολα. Το σπίτι είναι αποκλειστικά για την οικογένεια και προτιμούν να διατηρούν ένα ασφαλές περιβάλλον», εξηγεί η Ζεγκό. «Μένουν λοιπόν με τις μνήμες αυτές για πολλά χρόνια, χωρίς ποτέ να μιλούν για αυτές.»

Πολλοί ανάμεσά τους αναζητούν δίοδο διαφυγής. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2013 από τη SSGM (υπηρεσία υγείας ναυτικών) σε χίλιους αλιείς των ακτών του Ατλαντικού, το 28% βρέθηκε θετικό σε κάνναβη και το 4,5% σε κοκαΐνη. Ο Ματιέ (2), 45 ετών, ζει σήμερα μια ήρεμη ζωή με τη γυναίκα και τον γιο του. Ωστόσο, πριν από δεκατρία χρόνια, είχε χάσει τα πάντα. Όλα ξεκίνησαν όταν, 23 ετών τότε, δοκίμασε κοκαΐνη σε ένα ταξίδι του στο Άμστερνταμ απλά και μόνο για να δει πώς ήταν. «Μια μέρα, πήγα στον ντίλερ μου για κοκαΐνη, δεν είχε όμως παρά μόνο ηρωίνη, οπότε πήρα ηρωίνη», αφηγείται. «Μέσα σε μια στιγμή σε κάνει να ξεχνάς όλα σου τα προβλήματα: το άγχος της δουλειάς, την κούραση, τους πόνους σε κάθε σημείο του σώματος.» Κάθε σαββατοκύριακο που το πλοίο επέστρεφε στο λιμάνι, ο προμηθευτής του τον περίμενε στην αποβάθρα για να του παραδώσει τη δόση του. Μερικές φορές, οι πρώτοι ψαράδες που πατούσαν το πόδι τους στη γη έκαναν μαζικές αγορές για να προμηθεύσουν τους επόμενους που θα αποβιβάζονταν.

«Το επάγγελμα είναι σκληρό. Προσπαθείς να φτάσεις το επίπεδο των παλιών, να δείξεις ότι είσαι άντρας… Στην πραγματικότητα όμως απλώς ήμασταν παιδιά που κουβαλούσαν καλάθια βάρους πενήντα κιλών, όσο δηλαδή ζυγίζαμε και οι ίδιοι. Δεν έπρεπε να παραπονιόμασταν, οπότε τρυπώναμε στο καβούκι μας και θωρακιζόμασταν πίσω από αυτό», αφηγείται ο Ματιέ. Εάν, στη θάλασσα, καταπολεμούσε τα συμπτώματά στέρησης με τη λήψη Subutex (ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται στη θεραπεία υποκατάστασης οπιοειδών), στη στεριά δεν περνούσε μέρα χωρίς να πάρει ηρωίνη. «Όταν επιστρέφεις, το νευρικό σύστημα καταρρέει. Ο μόνος τρόπος να συνεχίσεις να μένεις όρθιος είναι το ατελείωτο πάρτι.» Συχνά, αποβιβαζόταν στο λιμάνι την Πέμπτη και μπάρκαρε πάλι τη Δευτέρα, χωρίς στο μεταξύ να έχει κοιμηθεί ούτε λεπτό, όρθιος χάρη στα ναρκωτικά και το αλκοόλ.

«Οι ψαράδες ανήκουν σε πληθυσμιακή ομάδα υψηλού κινδύνου», επιβεβαιώνει η Κριστίν Λατιμιέ, συντονίστρια στο Κέντρο Θεραπείας, Υποστήριξης και Πρόληψης Εξαρτήσεων της περιφέρειας Μορμπιάν, στην πόλη Λοριάν: «Το επάγγελμα προσελκύει τους νεαρούς που αναζητούν έντονες συγκινήσεις.» Είδε την ηρωίνη να κάνει την εμφάνισή της στα γαλλικά λιμάνια τη δεκαετία του 1990. Η χρήση ναρκωτικών ανησυχεί ιδιαίτερα τους πλοιοκτήτες, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι σε περίπτωση ατυχήματος στο πλοίο, καθώς και τους αρμόδιους ιατρούς, οι οποίοι έχουν εντείνει τους ελέγχους τους κατά τις επισκέψεις τους στα πλοία. «Οι εργαζόμενοι στον κλάδο της αλιείας γνωρίζουν εν πλω μια πολύ ισχυρή νευροβιολογική διέγερση. Όταν λοιπόν επιστρέφουν στη στεριά, βρίσκονται σε φάση κατάπτωσης: όλα μοιάζουν ανιαρά. Η κοκαΐνη αναδημιουργεί τη διέγερση, ενώ η ηρωίνη και η κάνναβη απαλύνουν την αίσθηση κενού και ανακουφίζουν από τους πόνους», εξηγεί η Λατιμιέ.

Ένας κλάδος που δεν είναι πλέον ελκυστικός

Γενικά, οι ντίλερ ναρκωτικών εντοπίζουν ταχύτατα νέους όπως ο Ματιέ, οι οποίοι μπορεί να κερδίσουν χιλιάδες ευρώ με μία και μόνο ψαριά, ενώ ταυτόχρονα κοιμούνται ακόμα στο πατρικό τους. «Είναι κάτι σαν τη μεγάλη νίκη για τους παίκτες στο καζίνο», σχολιάζει η γιατρός. «Εάν κάποιος ακούσει ψαράδες να διηγούνται πώς έπεσαν σε ένα κοπάδι τσιπούρες ή καραβίδες, πράγμα που σημαίνει κέρδος 10.000 ευρώ μέσα σε μια βραδιά, διακρίνει τον ίδιο ενθουσιασμό με τους τζογαδόρους που κερδίζουν το τζάκποτ.» Εξαρτημένος, o Ματιέ χρεώθηκε. Ξεκίνησε να πουλάει ο ίδιος ναρκωτικά για να αντέξει οικονομικά, πριν συλληφθεί και καταδικαστεί σε έξι μήνες φυλάκισης. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του έκοψε τα ναρκωτικά. Με το που βγήκε από τη φυλακή, μετακόμισε και έκοψε κάθε επικοινωνία με τους παλιούς του γνώριμους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μπόρεσε επιτέλους να σταματήσει εντελώς τη θεραπεία υποκατάστασης. Σήμερα, σαραντάρης, συνεχίζει να δουλεύει σαν ψαράς. Εξιστορεί στους νεότερους τις εμπειρίες του και τους ενθαρρύνει να φροντίζουν τους εαυτούς τους και την υγεία τους, αν και γνωρίζει ότι «στο επάγγελμα αυτό, είσαι υποχρεωμένος να δίνεις το 200% του εαυτού σου ανά πάσα στιγμή».

Μέσα σε τριάντα χρόνια, το επάγγελμα έχει χάσει το ήμισυ του στόλου του σε διάφορα προγράμματα διάλυσης αλιευτικών σκαφών που αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση της υπεραλίευσης. Σύμφωνα με τον Ρομπέρ Μπουγκεόν, παλαιό ψαρά και πρώην πρόεδρο της Επιτροπής Αλιείας του Γκιλβινέκ, η στρατηγική καταστροφών της δεκαετίας του 2000, με τα «υπέρογκα ποσά» που προσφέρονταν ως αποζημίωση στους πλοιοκτήτες, δεν ήταν αποτελεσματική για την εξάλειψη των παλαιότερων πλοίων. «Θυμάμαι έναν πλοιοκτήτη, στον οποίο έδωσαν 800.000 ευρώ, αφορολόγητα, για να καταστρέψει το μόλις δύο ετών πλοίο του», αναθεματίζει ο άνθρωπος που πίστευε πως η γενιά των παιδιών του θα μπορούσε να γνωρίσει μια νέα αλιεία, η οποία θα ανταποκρινόταν στα πρότυπα ασφάλειας και άνεσης της δεκαετίας του 2010.

Σε ένα τέτοιο κλίμα, ενισχυμένο από την αβεβαιότητα του Brexit που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πρόσβαση των γαλλικών αλιευτικών στα βρετανικά ύδατα –από όπου και προέρχεται το 30% της ψαριάς τους– είναι φανερό ότι ο κλάδος δεν είναι πλέον ελκυστικός. Έως το τέλος της φετινής χρονιάς, ένας στους έξι αλιείς ανοιχτής θάλασσας θα συνταξιοδοτηθεί. Χωρίς να είναι βέβαιο πως θα αντικατασταθεί.

(1) Βλ. Jean-Baptiste Malet, «Le vieux monde et la mer», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2016.

(2) Το όνομα έχει αλλαχθεί.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More