7 Ιαν 2020

Ευτυχία Παπαγιανοπούλου: Τα βάσανά της τα έκανε «διαμάντια»…

Σαν σήμερα, στις 7 Ιανουαρίου 1972, έφυγε μια σπουδαία στιχουργός, ένας θρύλος του λαϊκού μας τραγουδιού. Το όνομα της: Ευτυχία Παπαγιανοπούλου (1893- 1972). Αναδημοσιεύουμε κείμενο – αφιέρωμα της αγαπημένης συναδέλφου, Ρουμπίνης Σούλη, το οποίο δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» και περιγράφει τη ζωή και το έργο της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου.  
***
«Θα σου δώσω μια να σπάσεις/ αχ βρε κόσμε γυάλινε/ και θα φτιάξω μια καινούργια/ κοινωνία άλληνε…». «Σαν τον αϊτό είχα φτερά και πέταγα πολύ ψηλά/ μα ένα χέρι λατρεμένο, ένα χέρι λατρευτό/ μου τα κόβει τα φτερά μου, για να μην ψηλά πετώ/ Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά χωρίς αγάπη και χαρά…». «Δυο πόρτες έχει η ζωή/ άνοιξα μια και μπήκα/ σεργιάνισα ένα πρωινό/ κι ώσπου να ‘ρθεί το δειλινό/ από την άλλη βγήκα…»
Πίσω από κάθε στίχο της και ένα βίωμα, μία ιστορία, ένα συναίσθημα… Μέσα σε κάθε στίχο της, ο καημός, ο πόθος, η φωνή, η ψυχή ενός ολόκληρου λαού. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η δημιουργός των παραπάνω «διαμαντιών», όπως και εκατοντάδων ακόμη στίχων, έβαλε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στο λαϊκό μας τραγούδι. Η κορυφαία στιχουργός του λαϊκού μας τραγουδιού, που «έφυγε» από τη ζωή φτωχή και πικραμένη στις 7 του Γενάρη του 1972, υπήρξε μια σπουδαία λαϊκή ποιήτρια, που έδωσε απλόχερα στο λαϊκό μας πολιτισμό απίστευτης ομορφιάς και δύναμης τραγούδια. Ενα έργο, που παραμένει και στις μέρες μας δυνατό και αρυτίδωτο.
Σημαδεμένη από την προσφυγιά
Γεννημένη στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893, η Ε. Παπαγιαννοπούλου ήρθε στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή, με την ύπαρξή της σημαδεμένη από την αγωνία του πρόσφυγα. Αυτή την αγωνία, μαζί με την πίκρα, τον πόνο, τα βάσανα, τη φουρτούνα της ψυχής της μετουσίωσε σε αθάνατα λαϊκά τραγούδια. Ερχόμενη πάμπτωχη στην Ελλάδα το 1922, με δυο παιδιά και με το δίπλωμα της δασκάλας, δούλεψε για σχεδόν είκοσι χρόνια σε μπουλούκια ως ηθοποιός. Στη συνέχεια, και σε μεγάλη πλέον ηλικία στα 55 της χρόνια (από το 1948) άρχισε να γράφει τραγούδια, ακατάπαυστα, μέχρι το τέλος της ζωής της. Το γράψιμο γι’ αυτήν ήταν παιχνίδι… Με άνεση και ευκολία κατέκτησε τη γλώσσα του λαϊκού τραγουδιού, καταθέτοντας στίχους λιτούς και στέρεους, με τους οποίους για δύο και πλέον δεκαετίες λάμπρυνε τη μουσική δημιουργία. Στίχους, στους οποίους αποτύπωνε τα βιώματά της: Τα βάσανα, τις ατυχίες της ζωής, την πίκρα, την οδύνη από την απώλεια αγαπημένων της προσώπων – χάνει τους τρεις ανθρώπους που λάτρευε, την κόρη, τη μητέρα και τον άντρα της. Ισως αυτή η βιωματική σχέση με τα τραγούδια της – μαζί με τη στιχουργική τους ποιότητα βέβαια – να είναι και το μυστικό της τεράστιας απήχησής τους στο λαό, ο οποίος μέχρι σήμερα συνεχίζει να τραγουδάει και να συγκινείται από τους στίχους της. Το επίπεδο της στιχουργικής της, ο μεστός της λόγος, συνδέεται μάλλον και με το ότι η ίδια είχε διαβάσει πολλή ποίηση και αγαπούσε το διάβασμα και τη λογοτεχνία. Είχε αδυναμία στα δημοτικά τραγούδια και γενικά στη δημοτική παράδοση, αλλά και στον Καββαδία, τον Κρυστάλλη, τον Γρυπάρη και τον Βάρναλη.
Η περιπέτεια της Ε. Παπαγιαννοπούλου στο λαϊκό τραγούδι ξεκινά στις αρχές του ’50, όπου κάνει τις πρώτες επιτυχίες με τον Βασίλη Τσιτσάνη: «Στρώσε μου να κοιμηθώ», «Τα καβουράκια», «Είμαστε αλάνια» κ.ά. Στη συνέχεια, συνεργάζεται με τον Στέλιο Καζαντζίδη («Μαντουμπάλα», «Είσαι η ζωή μου» κ.ά.), τον Απόστολο Καλδάρα («Ονειρο απατηλό», «Πετραδάκι – πετραδάκι», κ.ά.), τον Μανώλη Χιώτη («Ηλιοβασιλέματα»), Μάνο Χατζιδάκι («Είμαι αϊτός χωρίς φτερά»), Σταύρο Ξαρχάκο («Τι έχει και κλαίει το παιδί») κ.ά.
Τους στίχους της ερμηνεύουν οι μεγαλύτερες λαϊκές φωνές: Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαίρη Λίντα, Καίτη Γκρέυ, Γιώτα Λύδια, Μανώλης Αγγελόπουλος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Μιχάλης Μενιδιάτης, Αντώνης Ρεπάνης, κ.ά. Σε περίπου 400 ανέρχονται τα τραγούδια της, με βάση στοιχεία της ΑΕΠΙ, ενώ εκατοντάδες άλλα έχουν κυκλοφορήσει χωρίς το όνομά της ή με …άλλων ονόματα. Ανάμεσα στα τραγούδια της περιλαμβάνονται: «Σε τούτο το παλιόσπιτο», «Γυάλινος κόσμος», «Στου Αποστόλη το κουτούκι», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Πάρε το δάκρυ μου», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Περασμένες μου αγάπες», «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Γκιουλμπαχάρ», «Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι», «Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή», «Το παρελθόν μου το βαρύ», «Συρματοπλέγματα βαριά» και πολλά, πολλά άλλα.
«Γράφω τραγούδια και τα πουλώ…»
Η ζωή της Ε. Παπαγιαννοπούλου υπήρξε πολυτάραχη, γεμάτη βάσανα και πάθη… Η μοναδική, δίχως δόλο, συμπεριφορά της στο άγριο παζάρι της καθημερινής συναλλαγής και οι οικονομικές ανάγκες που της δημιουργούσαν οι «διαφυγές», στις οποίες κατέφευγε για να ξεχνάει την πικρή ζωή της, είχαν ως αποτέλεσμα τα τραγούδια της να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης και οικειοποίησης από το ίδιο το σινάφι της. Είναι γνωστό ότι, όπως κι ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας), πουλούσε τα τραγούδια της για ελάχιστα χρήματα, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί. Πουλούσε, όχι μόνο τα τραγούδια της, αλλά και τα πνευματικά της δικαιώματα, με αποτέλεσμα την ώρα που άλλοι πλούτιζαν, εκείνη να είναι μονίμως απένταρη και να πεθάνει φτωχή. Λίγοι είναι αυτοί που της έδωσαν τα δικαιώματά της από τους στίχους της – φωτεινές εξαιρέσεις ο Απόστολος Καλδάρας και ο Μάνος Χατζιδάκις που πάντα της έδιναν τα δικαιώματά της.
 

«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ», έλεγε σε συνέντευξή της, το ’60. «Από εκεί και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή αν δε θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα». Ετσι, παρ’ όλο που δεκάδες απ’ αυτά τα «πνευματικά τέκνα» της έγιναν ανεπανάληπτες επιτυχίες, όχι μόνο δεν υπήρχε τ’ όνομά της στους δίσκους, αλλά και από οικονομική άποψη δεν της εξασφάλισαν ούτε τα απαραίτητα για να ζήσει. Ομως, όταν κάποιος της έλεγε «Ευτυχία, δεν έχω να φάω» ή «να πληρώσω το νοίκι μου», ό,τι είχε πάνω της το ‘δινε…. Η μόνιμη «διαφυγή» της ήταν η χαρτοπαιξία, ένα πάθος, το οποίο πολλοί το εκμεταλλεύτηκαν. Εξάλλου, η ίδια δε νοιαζόταν για την προβολή και την καταξίωσή της…

Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», σε μουσική κι ερμηνεία Στέλιου Καζαντζίδη, το πούλησε έναντι 250 δραχμών. Ο λαϊκός βάρδος είχε παραδεχτεί αργότερα δημοσίως ότι οι στίχοι του τραγουδιού ανήκαν στην Ε. Παπαγιαννοπούλου. Δε συνέβη, όμως, το ίδιο με άλλους δημιουργούς. Οταν η στιχουργός σε συνεντεύξεις της διεκδίκησε την πατρότητα των στίχων για τα «Καβουράκια», ο Βασίλης Τσιτσάνης βγήκε να τη διαψεύσει, αναφέροντας ότι ύστερα από παραγγελία του, του είχε πάει απλώς ένα προσχέδιο, το οποίο ο συνθέτης το άλλαξε… Πάντως, η ίδια δεν πρόλαβε να δει το όνομά της τυπωμένο δίπλα από τον τίτλο των τραγουδιών της…
Η Ε. Παπαγιαννοπούλου, η μοναδική μαστόρισσα που με τις «σταυροβελονιές» των στίχων της τραγουδήθηκε από χιλιάδες, ή καλύτερα εκατομμύρια κόσμου, η «γριά» που πουλούσε τα τραγούδια της για πενταροδεκάρες, υπήρξε μια πολυδιάστατη, μοναδική προσωπικότητα. Πρωτοπόρα για την εποχή της, έζησε τη ζωή με πάθος, έγραψε με πάθος, προσφέροντας στο λαϊκό μας πολιτισμό στίχους μοναδικούς, αθάνατους.
Πηγή: Ριζοσπάστης (20/1 /2008)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More