19 Ιαν 2017

Αρχική Edito Θεματολογία Αφιερώματα Τελεία gr ΗΠΑ: Ο θρίαμβος του παρανοϊκού πολιτικού λόγου

By and φωτ.: Thomas.ZAPATA
Χωρίς την υποστήριξη των συντηρητικών μέσων ενημέρωσης, αλλά υποστηριζόμενος από αυτά της επονομαζόμενης «εναλλακτικής Δεξιάς», ο Ντόναλντ Τραμπ, ένας επιχειρηματίας χωρίς πολιτική εμπειρία που έγινε διάσημος χάρη στα ριάλιτι, κέρδισε τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Με δυο εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από την αντίπαλό του στο σύνολο της χώρας οφείλει τη νίκη του στις Πολιτείες – κλειδιά της Rust Belt (της Ζώνης της Σκουριάς), για τις οποίες αδιαφόρησε η Χίλαρι Κλίντον, που θεωρήθηκε απόμακρη από τους εργάτες και απαξιωτική έναντι των χωρίς πανεπιστημιακούς τίτλους Αμερικανών. Εχθρικά διακείμενος έναντι των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και της Γουόλ Στριτ, και επικριτής της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, ο σοσιαλιστής ελεύθερος σκοπευτής Μπένι Σάντερς, θα μπορούσε άραγε να γίνει φραγμός στο φαινόμενο Ντόναλντ Τραμπ; Οι μεγαλύτερες εφημερίδες έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να εμποδίσουν την πραγματοποίηση αυτού του ενδεχομένου.
Οι προεδρικές φιλοδοξίες του Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι χθεσινές. Ήδη από το 1988, ο επιχειρηματίας ακινήτων είχε προσπαθήσει να είναι ο αντιπρόεδρος που θα πρότεινε ο Μπους. Στη συνέχεια επιδίωξε, εν όψει των εκλογών του 2000, να πάρει το χρίσμα του Κόμματος της Μεταρρύθμισης, το οποίο ήταν το εφαλτήριο για την είσοδο στην πολιτική αρένα του Ρος Περό, του πρώτου «δισεκατομμυριούχου λαϊκιστή» (1). Το 1992, χάρη σε μια εκστρατεία με άξονα τους κινδύνους της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA), ο Περό είχε κερδίσει το 19% των ψήφων, εμποδίζοντας έτσι την επανεκλογή του προέδρου Μπους έναντι του υποψηφίου του Δημοκρατικού Κόμματος Μπιλ Κλίντον. Σε κάθε μία από αυτές του τις προσπάθειες, ο Τραμπ δεσμευόταν να θέσει τα επιχειρηματικά ταλέντα του στη διάθεση μιας κυβέρνησης που δεν είχε πρόθεση να πραγματοποιήσει ριζοσπαστικές αλλαγές.
Εντούτοις, οι πεποιθήσεις του ανθρώπου που στις 20 Ιανουαρίου θα γίνει ο τεσσαρακοστός πέμπτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών παρέμεναν ασαφείς. Εγγεγραμμένος για πολλά χρόνια στους εκλογικούς καταλόγους ως Δημοκρατικός, πέρασε στους Ρεπουμπλικανούς μόλις το 2009. Κατά την εφήμερη μάχη για το χρίσμα του κόμματος το 2012, επιβλήθηκε ως σημαιοφόρος εκείνων που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα του πρώτου μαύρου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ισχυριζόμενοι ότι ο Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα δεν είχε γεννηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Πρόεδρος έδωσε στη δημοσιότητα το πλήρες πιστοποιητικό της γέννησής του, όμως οι αποδείξεις αυτές δεν ήταν επαρκείς για να βάλουν τέλος σε μια πολεμική την οποία τροφοδοτούσε μια επιβλητική «βιομηχανία συνωμοσιολογίας».
Ο Ντινές Ντ’ Σόουζα, γεννημένος στην Ινδία και πολιτογραφημένος Αμερικανός, είναι ένας από τους ιδεολόγους αυτής της –εμμονικής με τους κινδύνους της μετανάστευσης– Δεξιάς. Παρήγαγε ακατάπαυστα βιβλία και ντοκιμαντέρ με σκοπό να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς το πόσο Αμερικανός ή πόσο πατριώτης είναι ο Ομπάμα (2). Περιγράφοντας τον Ομπάμα ως κληρονόμο των αντι-αποικιακών φαντασιώσεων του πατέρα του που καταγόταν από την Κένυα, συμπεραίνει ότι «η Αμερική κυβερνάται στη βάση των φαντασιώσεων ενός μέλους της φυλής Λούο της Κένυα». Καθώς υποτίθεται ότι μισεί τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ομπάμα προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξασθενίσει τη χώρα, υπερχρεώνοντάς την και μειώνοντας τη διεθνή επιρροή της. Ένα κοινό κάθε άλλο παρά αμελητέο διψάει για τέτοιες κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις.
Πώς εξηγείται η ανθεκτικότητα τέτοιων πεποιθήσεων; Η στασιμότητα της αγοραστικής δύναμης, η αβεβαιότητα της απασχόλησης, η μετανάστευση και η πολυπολιτισμικότητα, η ατιμωρησία των υπαιτίων της οικονομικής κρίσης, χωρίς να αναφερθούμε στο πλήθος των δυσλειτουργιών του συστήματος, έχουν δημιουργήσει ένα διάχυτο αίσθημα ανησυχίας, το οποίο ευνοεί εκείνο που ο Ρίτσαρντ Χοφστάντερ αποκάλεσε το 1964 «παρανοϊκό στυλ στην πολιτική». Σύμφωνα με τον εν λόγω ιστορικό, «η αμερικανική πολιτική ζωή χρησίμευσε συχνά ως διέξοδος σε ψυχές που κινητοποιούνται από ένα έντονο συναίσθημα οργής, καθώς λειτουργεί και ως αντηχείο της ταυτότητας, των αξιών, των φόβων και των επιθυμιών του καθενός: είναι μια αρένα στην οποία προβάλλονται συναισθήματα και παρορμήσεις που μικρή σχέση έχουν με όσα κατ’ όνομα διακυβεύονται» (3). Πράγμα που εξηγεί τον καταγγελτικό λόγο, τις Κασσάνδρες και την εμμονή με τις συνωμοσίες.
Σε αυτά τα θολά νερά. τα οποία οι ελίτ αδυνατούν να κατανοήσουν. αποφάσισε να ψαρέψει ο Τραμπ. Και σε αυτό επωφελήθηκε από τη βαθιά μεταμόρφωση του τοπίου των μέσων ενημέρωσης και του πολιτικού λόγου. Άλλοτε, η πλειοψηφία των Αμερικανών λάμβανε την καθημερινή πληροφόρησή της από κάποιο από τα τρία μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα (ABC, CBS και NBC). Κυριαρχούσε μια καλώς νοούμενη μετριοπάθεια, κατά μείζονα λόγο αφού το «δόγμα της αμεροληψίας» (fairness doctrine) επέβαλλε, μέχρι την κατάργησή του το 1987, μια σειρά υποχρεώσεων. Σε αντάλλαγμα του δικαιώματος εκπομπής, οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί όφειλαν να επιδεικνύουν «εντιμότητα, ισηγορία και αμεροληψία» και ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάζουν διαφορετικές οπτικές. Το κίνημα της απορρύθμισης που αναπτύχθηκε επί Ρήγκαν, καθώς και οι τεχνολογικές εξελίξεις, άλλαξαν τα δεδομένα: η εξάπλωση της καλωδιακής και της δορυφορικής τηλεόρασης και, κυρίως, το Διαδίκτυο γκρέμισαν τα αναχώματα που για πολλά χρόνια έθεταν τα όρια στον πολιτικό διάλογο. Υπό το βάρος της υποβάθμισης του συνόλου των μέσων ενημέρωσης, τα όρια μεταξύ γεγονότος και γνώμης, πληροφόρησης και διασκέδασης δεν υπάρχουν πια.
Η ίδρυση του Fox News το 1996 αποτέλεσε σημείο καμπής. Το κανάλι 24ωρης ενημέρωσης επωφελήθηκε από τα σκάνδαλα της δεύτερης θητείας του Κλίντον, ιδίως δε από την υπόθεση Μόνικα Λεβίνσκι και τη μάχη για την καθαίρεση του Προέδρου. Η συνταγή που μετέτρεπε τον πολιτικό διάλογο σε πολεμική τέχνη γνώρισε θεαματική επιτυχία. Με τον εντυπωσιασμό, τους επιθετικούς σχολιαστές, την επίμονη προβολή αντιδραστικών θεματολογιών, το κανάλι σύντομα έγινε η γαλακτοφόρος αγελάδα της επικοινωνιακής αυτοκρατορίας του Ρούπερτ Μέρντοχ. Ο σχεδιαστής του εγχειρήματος, ο Ρότζερ Έιλς, δεν ήταν δημοσιογράφος αλλά ειδήμων σε θέματα πολιτικής στρατηγικής, ειδικευμένος στα χτυπήματα κάτω από τη μέση, που είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός δίπλα στον Ρίτσαρντ Νίξον το 1968. Το αγαπημένο του κοινό: οι «φτωχοποιημένοι λευκοί μικρομεσαίοι», με καύσιμό τους την οργή. Το Fox News συνέβαλε στην εκκαθάριση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από τους τελευταίους μετριοπαθείς και στη μετατόπιση του συνόλου των μέσων ενημέρωσης προς τα δεξιά.
Κι αν το κανάλι έδειξε το δρόμο, οι εκδόσεις της αποκαλούμενης altright ή alternative right (εναλλακτικής Δεξιάς) βυθίστηκαν ακόμη περισσότερο στην υπερβολή και στην αμετροέπεια (4). Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι απόψεις του Τραμπ τα γοήτευσαν. Ακριβώς μία από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες αυτών των «στρατευμένων μέσων ενημέρωσης», τον Στίβεν Μπάνον –πρώην επικεφαλής του Breitbart News, μιας ενημερωτικής ιστοσελίδας που προβάλλει ανενδοίαστα τον «λευκό εθνικισμό» της, με έντονες αποχρώσεις ρατσισμού, αλλά επίσης και ομοφοβίας, μισογυνισμού, αντισημιτισμού και ισλαμοφοβίας– επέλεξε ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος τον Αύγουστο του 2016 για να επανεκκινήσει την προεκλογική εκστρατεία του και, αφ’ ότου εξελέγη, τον όρισε επικεφαλής σύμβουλο στρατηγικής του Προέδρου. Ο ιδρυτής της ιστοσελίδας Άντριου Μπράιτμπαρτ, που πέθανε το 2012, είχε περιγράψει τον Μπάνον ως «Λένι Ρίφενσταλ (5) του Tea Party (6)». Ο άμεσα ενδιαφερόμενος προτιμά να τον συγκρίνουν με τον Λένιν: «Ήθελε να καταλύσει το Κράτος και τον ίδιο στόχο έχω κι εγώ. Θέλω να κατεδαφίσω το κατεστημένο, το Δημοκρατικό Κόμμα, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, τον παραδοσιακό συντηρητικό Τύπο (7)».
Ο λεγόμενος αξιόπιστος Τύπος παρακμάζει τη στιγμή που τα σκανδαλοθηρικά μέσα ενημέρωσης, προσαρμοσμένα πλήρως στο παρανοϊκό στυλ, κερδίζουν αδιάκοπα έδαφος. Ο Τραμπ οφείλει τη φήμη του, αν όχι και την ίδια τη σταδιοδρομία του, στα ταμπλόιντ. Όπως εξηγεί ο βιογράφος του Ντέιβιντ Κέι Τζόνστον, πάντοτε διάβαζε «με θρησκευτική ευλάβεια» αυτόν τον Τύπο, στον οποίο έχει παντού διασυνδέσεις (8). Τηλεφωνεί ο ίδιος στους δημοσιογράφους, εμφανιζόμενος ως εργαζόμενος στις επιχειρήσεις του με το όνομα Τζον Μπάρον ή Τζον Μίλερ και τους δίνει θέματα σχετικά με τις επαγγελματικές επιτυχίες του και τις κατακτήσεις του στις γυναίκες. Με αμοιβαίο όφελος: τα άρθρα για τον πολυεκατομμυριούχο αυξάνουν τις πωλήσεις, ενώ αυτός έχει δωρεάν διαφήμιση. Στις προεδρικές εκλογές του 2016, το «National Enquirer», περιοδική ταμπλόιντ έκδοση ειδικευμένη στα «καυτά κουτσομπολιά για τις διασημότητες», τον υποστήριξε ανοιχτά, σε σημείο που αρνήθηκε να δημοσιεύσει άρθρα που μπορεί να του έκαναν ζημιά (9).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες γίνεται καλύτερα αντιληπτό πώς ο Τραμπ μπόρεσε να συντηρήσει την εικόνα του Μίδα που πιάνει κάρβουνο και το κάνει χρυσάφι, τη στιγμή που οι επιχειρήσεις του όδευαν προς τη χρεοκοπία. Κατάφερε να ξεγελάσει ακόμα και τις τράπεζες, από τις οποίες ζήτησε να μην εγγράφουν στα δημόσια μητρώα τα ενυπόθηκα δάνεια που του έδιναν. Και το 1990 αντιλήφθηκαν ότι η καθαρή αξία του Τραμπ ήταν αρνητική: τα χρέη του υπερέβαιναν το ενεργητικό του, αξίας 300 εκατομμυρίων δολαρίων (10).
Όμως η λάμψη που προσδίδουν τα ταμπλόιντ έχει το πλεονέκτημα να κρύβει τις λιγότερο απαστράπτουσες πτυχές της σταδιοδρομίας του. Εκείνος που οδήγησε τον Τραμπ στα πρώτα βήματά του στον όχι και πολύ καθαρό κόσμο της εκμετάλλευσης ακινήτων της Νέας Υόρκης ήταν ο διαβόητος Ρόι Κον, δεξί χέρι του γερουσιαστή Τζον Μακάρθι κατά τη διάρκεια του αντικομμουνιστικού «κυνηγιού μαγισσών» της δεκαετίας του 1950. Ο Τραμπ είχε γοητευτεί από τη βαναυσότητα του πανούργου συμβούλου, για τον οποίο ο σκοπός πάντα αγίαζε τα μέσα. Ο δικηγόρος αυτός, που πέθανε το 1986, περισσότερο και από μέντορας, ήταν για τον Τραμπ ένας δεύτερος πατέρας και η σκληρότητα των μεθόδων του τον σημάδεψε. Δικομανής, σχολαστικός και άπληστος, ο Τραμπ ακολούθησε μια πρωτοφανή διαδρομή στις αίθουσες των δικαστηρίων. Εκτιμάται ότι κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια ενεπλάκη, ως ενάγων ή ως κατηγορούμενος, σε περισσότερες από 3.500 δίκες (11).
Δισεκατομμυριούχος ο Τραμπ έγινε τελικά όχι χάρη στο επιχειρηματικό του ένστικτο αλλά χάρη στα τηλεοπτικά ριάλιτι. Παραγωγός και πρωταγωνιστής της εκπομπής «The Apprentice» (κυριολεκτικά «Ο Μαθητευόμενος», με τη βραχύβια ελληνική εκδοχή του να τιτλοφορείται «Ο Υποψήφιος») και στη συνέχεια «The Celebrity Apprentice», παρουσιάζει συνεντεύξεις πρόσληψης και αναθέτει καθήκοντα στους υποψήφιους, ταπεινώνοντάς τους στο μεταξύ. Εξαιρετικός χειριστής της δραματουργίας των εκπομπών αυτής της μορφής, ξέρει να σκηνοθετεί τους φόβους και τις προσδοκίες του κοινού. Η κορύφωση είναι ενδεικτική της μεθόδου Τραμπ. Τον βλέπουμε να φωνάζει χωρίς λύπηση στον χαμένο: «Youre fired!» («Απολύεσαι!»). Η εκπομπή έχει παγκόσμια επιτυχία. Ο επιχειρηματίας εισπράττει ποσοστά και το εμπορικό σήμα «Τραμπ», είτε τοποθετείται σε κτίριο είτε σε κάποιο προϊόν, συσσωρεύει κέρδη.
Ο Τόνι Σβαρτς, συγγραφέας της «αυτοβιογραφίας» του Τραμπ «The Art of the Deal» («Η τέχνη του επιχειρείν»), έχει δημιουργήσει ένα οξύμωρο σχήμα, «την αληθοφανή υπερβολή», που ο μελλοντικός πρόεδρος έχει πλήρως ενστερνιστεί. Οι παρεκβάσεις από την πραγματικότητα είναι μια «μορφή αθώας υπερβολής», που συνιστούν «ένα αποτελεσματικό μέσο αυτοπροβολής». Πρέπει να προκαλούνται αντιπαραθέσεις, «διότι φέρνουν πωλήσεις. Ακόμα κι ένα επικριτικό άρθρο, που μπορεί να είναι προσβλητικό για το πρόσωπό σας, μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικερδές για τις επιχειρήσεις σας» (12). Στα επόμενα χρόνια, μάλλον δεν θα μας λείψουν οι αντιπαραθέσεις.

  1. Βλ. Serge Halimi, «Quand la Maison Blanche est à vendre», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 1992.
  2. Βλ. για παράδειγμα Dinesh D’ Souza, «The roots of Obama’s rage», Regnery Publishing, Ουάσιγκτον, 2001, ή το ντοκιμαντέρ του «2016: Obama’s America» (2012).
  3. Richard Hofstadter, «The Paranoid Style in American Politics, and Other Essays», Knopf, Νέα Υόρκη, 1965. Επίσης: Frédéric Lordon, «Συνωμοσιολογία: Το σύμπτωμα ενός σφετερισμού», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 8 Μαΐου 2016 (http://monde-diplomatique.gr/?p=1317), και Benoît Bréville, «Δέκα αρχές του μηχανισμού της συνωμοσιολογίας», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 8 Μαΐου 2016 (http://monde-diplomatique.gr/?p=1322).
  4. Βλ. Rodney Benson, «Délire partisan dans les médias américains», «Le Monde diplomatique», Απρίλιος 2014.
  5. Γερμανίδα σκηνοθέτις (1902-2003) με ενεργό ρόλο στη ναζιστική προπαγάνδα.
  6. (Σ.τ.Μ.) Tea Party Movement (κίνημα του τσαγιού), όπου Tea είναι το αρκτικόλεξο του Taxed Enough Already («έχουμε ήδη πληρώσει πολλούς φόρους»). Αντιδραστικό πολιτικό κίνημα, συνδεδεμένο με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τα πιο συντηρητικά στοιχεία των Ευαγγελικών εκκλησιών των ΗΠΑ. Αξιώνει μείωση των κρατικών δαπανών και της φορολογίας και είναι εχθρικό σε κάθε μορφή κοινωνικής πολιτικής. Το 2008 επέβαλε το μέλος του Σάρα Πέιλιν ως υποψήφια αντιπρόεδρο τον Ρεπουμπλικάνου υποψήφιου Τζον ΜακΚαίην. Η αναφορά στο τσάι παραπέμπει στο επεισόδιο της 16ης Δεκεμβρίου 1773, όταν ομάδα αποίκων πέταξε στα νερά του λιμανιού της Βοστώνης τρία φορτία τσαγιού, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη βαριά φορολογία που επέβαλλε στην αποικία η Αγγλία. Η πράξη αυτή θεωρείται πρόδρομος του αγώνα της αμερικανικής ανεξαρτησίας.
  7. Αναφέρεται στο Daniel Victor και Liam Stack, «Stephen Bannon and Breitbart news in their words», «The New York Times», 14 Νοεμβρίου 2016.
  8. David Cay Johnston, «The Making of Donald Trump», Melville Home, Νέα Υόρκη, 2016.
  9. Joe Palazzolo, Michael Rothfeld και Lucas I. Alpert, «National Enquirer shielded Donald Trump from Playboy model’s allegations», «The Wall Street Journal», Νέα Υόρκη, 4 Νοεμβρίου 2016.
  10. David Cay Johnston, «Bankers say Trump may be worth less than zero», «The Philadelphia Inquirer», 16 Αυγούστου 1990.
  11. Nick Penzenstadler και Susan Page, «Trump’s 3.500 lawsuits unprecedented for a presidential nominee», «USA Today», ΜακΛιν (Βιρτζίνια), 1η Ιουνίου 2016.
  12. Donald Trump και Tony Schwartz, «The Art of the Deal», Random House, Νέα Υόρκη, 1987.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More