14 Ιαν 2016

Γιάννης Ρίτσος (Τέσσερις στιχουργοί μιλούν για τον αγαπημένο τους ποιητή)




Όταν δέχτηκα την πρόταση από τον Σπύρο Αραβανή, προκειμένου να μιλήσω για τον αγαπημένο μου ποιητή, θόλωσα, μπλοκάρισα.
Ποιος, μέσα σ’ αυτό τον ανεκτίμητο θησαυρό στο πέλαγος της ελληνικής ποίησης, θα μπορούσε να είναι ο ένας;
Πως μπορώ να το ξέρω; Αφού κάθε μέρα, απ’ τον καθένα ανακαλύπτω κάτι καινούργιο, κάτι σπουδαίο..
Απάντησα ναι, θα μιλήσω για το Ρίτσο.
Κι αμέσως μετά άρχισε ο εφιάλτης: τι πήγα κι έκανα; Γιατί δέχτηκα; Ποια είμαι εγώ να μιλήσω για το Ρίτσο; Και το κυριότερο: ΤΙ ΝΑ ΠΡΩΤΟΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΤΣΟ;;;
Ακολούθησαν αλλεπάλληλες κρίσεις πανικού, διάρκειας δύο εβδομάδων και τελικά αποφάσισα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ να μιλήσω και το πώς για τον Ρίτσο, μόλις προχτές, Παρασκευή.
Αποφάσισα να μιλήσω γι’ αυτόν που μου «πρωτομίλησε» με τον ποιητικό του λόγο και τον κατάλαβα.
Θα επικεντρωθώ σε τρία έργα- ύμνους στον αέναο ανθρώπινο αγώνα για ελευθερία και δικαιοσύνη, επειδή εξακολουθεί «και τούτες τις μέρες ο άνεμος να μας κυνηγάει» και η αίσθηση πως πρέπει να πάρεις θέση, όπως επέμενε και ο ίδιος, είναι αναγκαία πια και θα κρατήσω μιαν ακρούλα στο χρόνο που έχω, για τον ερωτικό Ρίτσο, επειδή η αγάπη που βιώνει η ποίηση του είναι τέτοια, σαν αυτή που δικαιούται να λάβει ο καθένας, ούτε σταγόνα λιγότερο.
Θα ψελλίσω δυο λόγια για την Προσωπικότητα που ένιωσα στο χρόνο, πως επηρέασε τη ζωή και το αξιακό μου σύστημα, αλλά και τη θεματική της γραφής μου, μιας και για τα δυο αναλώθηκα στα εξής δίπολα σχήματα που μου υπέδειξε παιδιόθεν ο Ρίτσος:
Ζωή- Θάνατος
Σκοτάδι- Φως
Δικαίωμα- Υποχρέωση.
Και γιατί πάντα με καταδιώκουν οι στίχοι από  «Το χρέος των ποιητών»
«…Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρη ανέτοιμους η μεγάλη ώρα,
- ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, - ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του, ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.»
Γεννήθηκα το ’62.
Σ’ ένα σπίτι που ως το ’74 είχαμε παρανομία, φυλακίσεις, ψιθύρους και αγωνιώδεις σιωπές.
Κι ενώ στο σχολείο υποχρεωνόμουν να μαθαίνω «των εχθρών τα φουσάτα περάσαν, σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά» και «ζήτω η επανάστασις της 21ης Απριλίου», στο σπίτι κυκλοφορούσαν χειρόγραφα ή πολυγραφημένα κείμενα είτε με πολιτικό, είτε με λογοτεχνικό περιεχόμενο, καθώς και αντίστοιχες κασέτες ή δίσκοι, με επικίνδυνα «δια την διασάλευσιν της τάξεως»,  άρα απαγορευμένα, τραγούδια.
Έτσι ένα κοριτσάκι 8 ετών, γύρω στο 1970 προσέλαβε ή πιο σωστά μετάλαβε από τον παράνομο Επιτάφιο:
Το αίσθημα  της ανυπέρβλητης, της μητρικής αγάπης,
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου
………………………………………………………………………..
Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
………………………………………………………………………….
Ὅλα μοῦ τἄδειχνες ἐσύ, παιδί μου κι ἄρχοντά μου
………………………………………………………………………..
Χείλι μου μοσκομύριστο που ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν
………………………………………………………………………………
Στήθεια πλατειά σὰν τὰ στρωτά φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας
Το αίσθημα της αξεπέραστης απώλειας
Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κ’ εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω
Την οδύνη του σπαρακτικού θρήνου
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω
……………………………………………………………….
Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
Το μετασχηματισμό του σπαραγμού σε ανάγκη για αγώνα
Γιέ μου, δέν ξέρω ἂν πρέπει μου νὰ σκύβω, νὰ σπαράζω,
γιά πρέπει μου ὄρθια νὰ σταθῶ, νὰ σέ χιλιοδοξάζω.
Γιὰ τὸ αἷμα ποὔβαψε τὴ γῆς ἀντριεύτηκαν τὰ πλήθια,
– δάσα οἱ γροθιές, πέλαα οἱ κραυγές, βουνά οἱ καρδιές, τὰ στήθεια
………………………………………………………………………………………
Τώρα οἱ σημαῖες σὲ ντύσανε. Παιδί μου, ἐσύ, κοιμήσου,
καὶ γώ τραβάω στ' ἀδέρφια σου καὶ παίρνω τὴ φωνή σου
……………………………………………………………………………………………
Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.
Ο Επιτάφιος είναι το πρώτο έργο του Ρίτσου με ευρεία αναγνώριση, μα θα έλεγα πως ήταν κι αυτό που σφράγισε θεματικά και δομικά τον συντριπτικά μεγαλύτερο όγκο του έργου του.
Στο Ρίτσο είδα τη ζωή να περιγράφεται σαν ένα έμβρυο που αναπτύσσεται σ’ ένα σκοτεινό σάκο, με μοναδικό σκοπό να κατακτήσει το φως, ο άνθρωπος αγαπάει, τυραννιέται, νοσεί, συντρίβεται και ανασυντίθεται γιατί πρέπει να νικήσει τους υπαρκτούς και μη δαίμονες του, το Κακό που εποφθαλμιά το Δίκιο και να κερδίσει την Αθανασία μέσω της ηρωικής πράξης, μέσω της προσφοράς ακόμα και της ίδιας της ζωής του ως θυσία,  για το μεγάλο και το ιδανικό.
Ζητά οπωσδήποτε: να θριαμβεύσει η ζωή πάνω στο Θάνατο.
Η ποίηση του Ρίτσου στην ουσία ήταν το απόσταγμα της προσωπικής του ζωής /τραγωδίας, που ταυτίστηκε, από τα παιδικά του χρόνια, με την απώλεια και το θάνατο.
Ήταν όμως ο Ρίτσος ένας από εκείνους τους σπάνιους και τους μοναδικούς, που το πάθημα το μετέτρεπε με λυρισμό σε πάθος και ο ίδιος θεωρούσε ύπατο καθήκον, η ποίηση να είναι οδηγία για Ζωή, η Ζωή δύναμη για αγώνα κι ο αγώνας,  αγώνας για όλο τον κόσμο.
Γράφει στις «Γειτονιές του κόσμου»:
Να λείπεις- δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα
που γι' αυτά έχεις λείψει,
θα 'σαι για πάντα
μέσα σ' όλο τον κόσμο.
Ο Ρίτσος δεν έγραψε μόνο έτσι, έζησε κι έτσι. Φυλακίστηκε, εκτοπίστηκε, εξορίστηκε, βασανίστηκε ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, αρνούμενος την οποιαδήποτε συνθηκολόγηση με τους δέσμιους του και παραμένοντας αμετακίνητος στα πιστεύω του, ως το τέλος της ζωής του.
Περιγράφει απ’ τη Μακρόνησο:
«Σηκώθηκα κι έκανα τα τρία βήματα που απομένανε. Με περιμένανε όλοι, όλοι. Δεν έλειπε κανείς, ούτε και η άδεια μου καρέκλα, ούτε η πένα που θα υπόγραφα. Όλοι και όλα ήταν εκεί.
-Δεν θα σας απασχολήσω πολύ κύριοι, είπα.
-Καθίστε.
-Όχι, ευχαριστώ. Ήρθα μόνο να σας πω ότι δεν θα υπογράψω.
-Πως; Μα το πρωί…
-Έχετε δίκιο. Όμως, πριν μπω εδώ, σταμάτησα και κουβέντιασα με τη συνείδησή μου.
-Έκανες σε κανένα κακό; Τη ρώτησα. Μου είπε: Όχι. Αγαπάς όλο τον κόσμο; Μου απάντησε, ναι. Αγαπάς πολύ την Ελλάδα; Μου είπε: Απέραντα. Βλέπετε κύριοι αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα ζουν, δεν τα υπογράφουν. Και έφυγα.»
Ο Ρίτσος δε φοβήθηκε τις λέξεις, βία, αίμα, πόνος, φασισμός, θάνατος, αδέλφια, Επανάσταση, σύντροφοι, τις χρησιμοποίησε με όση φρίκη ή μεγαλείο περιείχαν, επιβεβαιώνει διαρκώς αυτό που είχα διαβάσει δεν θυμάμαι που, να χαρακτηρίζεται η ποίηση του, ως ποιητικό ρεπορτάζ κι ακόμα πως πρόκειται για μια αποστολή, που σκοπό έχει να συμπονέσει και να συνδράμει στο σμίξιμο των ανθρώπων, στην κοινή συνείδηση, στον κοινό  αγώνα, για το όραμα της Επανάστασης.
«Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή,
σαν επιμένει στη συνάντηση»
Γράφει στο Καπνισμένο τσουκάλι:
Λοιπόν παιδιά μου συλλογιέμαι τώρα
να βρω μια λέξη
να ταιριάζει στο μπόι της λευτεριάς
…………………………………………………….
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο,
κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν.
…………………………………………………………….
..βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης,
χαμογελάμε.
………………………………………………………………..
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.
………………………………………………………..
Όμως εσύ αδερφέ μου ξέρεις πως από τούτα τα απλά λόγια, από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια μεγαλώνει το μπόι της ζωής, μεγαλώνει ο κόσμος, μεγαλώνουμε...
Ο Ρίτσος αγωνίζεται και προσδοκά, προσδοκά και αγωνίζεται κι όλο γράφει, ανοίγοντας με κάθε αράδα πλατείς δρόμους προς την εξύψωση του ανθρώπου.
Κι ο έρωτας, αντίρροπη δύναμη του θανάτου, δεν μπορεί να λείπει από τον ποιητή που ύμνησε τ’ ανθρώπινα, υπερβατικός στα μεγέθη του αισθήματος, ειλικρινής στη διεκδίκηση, ικετευτικός στην κτητική αποκλειστικότητα, παραδομένος στην τρυφερότητα , υποταγμένος στο πάθος, αρχέγονα, βαθύτατα ερωτικός, στην Εαρινή συμφωνία, στο Γυμνό σώμα:
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.
Και στον αγαπημένο μου  Σάρκινο λόγο:
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ’ εμένα.
Καλυμμένη απ’ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ’ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα.
Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ’ την πράξη του έρωτα.
Επιστρέφοντας και για να κλείσω, στην πολύ νεαρή ηλικία μου, το δεύτερο έργο που συναντώ τον Ρίτσο, αρχικά αμιγώς απ’ τη μελοποιημένη του εκδοχή, είναι η Ρωμιοσύνη, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί το άσμα ασμάτων, προς τιμήν των ανθρώπων που έχουν θυσιαστεί στους κοινωνικούς αγώνες.
….αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
……………………………………………………………..
Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό
για να τον δώσουν.
………………………………………………………….
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά,
κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο
στο καύκαλο του παππουλή τους
……………………………………………………….
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους.
…………………………………………………..
Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
Όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
«Η ποίηση είναι η μνήμη του μέλλοντος», είπε ο Ρίτσος κι αλήθεια μπορούμε στο έργο του να αναγνώσουμε ζωντανή όλη την ιστορία του τόπου μας, κατά τον προηγούμενο αιώνα, όπως ζωντανούς μπορούμε ακόμα να συναντάμε συντρόφους του στις πορείες, να συνεχίζουν όσα μας κοινοποίησε ως μήνυμα για της ζωής την αιτία.
Κ᾿ ὕστερα πιὰ θὰ κάτσουμε στὴν πέτρα νὰ διαβάσουμε ὅλη τὴν καρδιά τους
σὰ νὰ διαβάζουμε πρώτη φορὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Οι ήρωες που χάθηκαν σ’ αυτό το σκοπό και η ποίηση του θρήνησε, ζουν καρφωμένοι βαθειά στην ψυχή μας με ευγνωμοσύνη, κι ακόμα δεν έχουν τελειώσει μαζί μας:
Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους
κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ - περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται,
περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση. Τοῦτο τὸ χῶμα
εἶναι δικό τους καὶ δικό μας - δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πάρει.


Λίνα Δημοπούλου

Το tvxs.gr δημοσιεύει τις ομιλίες από την εκδήλωση της Επιθεώρησης Ποιητικής Τέχνης, Ποιείν, www.poiein.gr και του περιοδικού και εκδόσεων Μετρονόμος στη Βιβλιοθήκη Βολανάκη, "Τεσσερις στιχουργοί μιλούν για τον αγαπημένο τους ποιητή " που πραγματοποιήθηκε στις  20 Δεκεμβρίου 2015.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More