4 Μαρ 2015

Το Αγγλικό Δίκαιο.


Απόστολος Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος [έκδοση 1999, σελίδες 234-237, πλαγιάριθμοι 22-27].
α) Αγγλικό δίκαιο: Το αγγλικό δίκαιο αντιμετωπίζει κάθε συμβατική υποχρέωση ως περίπτωση εγγυοδοτικής ευθύνης, σύμφωνα με την οποία ο οφειλέτης ευθύνεται για κάθε παράβαση της (breach of contract). Αυτό εξηγεί πολλές διαφορές σε σχέση με τα ηπειρωτικά δίκαια. Έτσι, στο αγγλικό δίκαιο είναι αδιάφορη η μορφή της εκάστοτε παράβασης της ενοχής (π.χ. αδυναμία, υπερημερία, πλημμελής εκπλήρωση), καθώς κάθε περίπτωση μη εκπλήρωσης αντιμετωπίζεται ως παράβαση όσων υποσχέθηκε ο οφειλέτης.
 
 Η υπερημερία έχει τις ίδιες συνέπειες με την αδυναμία παροχής, εκτός αν δεν ορίστηκε συγκεκριμένος χρόνος εκπλήρωσης, οπότε ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Είναι επίσης αδιάφορο αν η μη εκπλήρωση οφείλεται ή όχι σε πταίσμα του οφειλέτη, καθώς η ευθύνη του τελευταίου είναι εγγυητική. Οι λίγες περιπτώσεις απαλλαγής του οφειλέτη δεν έχουν ως βάση την έλλειψη πταίσματος του οφειλέτη αλλά τη μη ανάληψη εκ μέρους του εγγυητικής ευθύνης που να καλύπτει την εκπλήρωση και σ’ αυτές τις περιπτώσεις [Η ευθύνη γεννάται και στην περίπτωση που η μη εκπλήρωση οφείλεται σε τυχαία γεγονότα ή σε γεγονότα ανωτέρας βίας, εφόσον ο οφειλέτης δεν εξήρεσε τις περιπτώσεις αυτές από το πεδίο ευθύνης του. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Pardine v. Jane (1647) Aleyn 26,82 Eng. Rep. 897 κρίθηκε ότι ο μισθωτής όφειλε τα μισθώματα, μολονότι εκδιώχθηκε από το μίσθιο ακίνητο από κάποια ξένη στρατιωτική δύναμη, καθώς ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει τα μισθώματα ανεξαρτήτως οποιουδήποτε γεγονότος]. Ωστόσο, γίνονται δεκτές ορισμένες περιπτώσεις απαλλαγής, όπως αυτή της αρχικής αδυναμίας παροχής (π.χ. πώληση ήδη καταστραφέντος πράγματος), της μεταγενέστερης αντικειμενικής αδυναμίας παροχής (π.χ. τυχαία καταστροφή του αντικειμένου της σύμβασης) και της προσωρινής αδυναμίας που εξακολουθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. αδυναμία εκτέλεσης μεταφοράς λόγω πολεμικής σύρραξης).
Σε περίπτωση παράβασης κάποιας συμβατικής υποχρέωσης, παρέχεται στον δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση [Σε αντίθεση μετά ηπειρωτικά δίκαια, το αγγλικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει κατ’ αρχήν αξίωση του δανειστή για εκπλήρωση της σύμβασης (specific performance) αλλά μόνο αξίωση για αποζημίωση. Κατ’ εξαίρεση μόνο το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να καταδικάσει τον οφειλέτη σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του, εφόσον η αποζημίωση δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των συμφερόντων του δανειστή και η καταδίκη σε εκπλήρωση δεν δημιουργεί δυσχέρειες εκτέλεσης (βλ. Ryan v. Mutual Tontine Westminster Chambers Association [1893] Ι ch. 116)]. Περαιτέρω, εάν η παράβαση είναι ουσιώδης, ο δανειστής μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, έτσι ώστε να απαλλαγεί από τις δικές του συμβατικές υποχρεώσεις. Αν η παράβαση δεν είναι ουσιώδης, ο δανειστής μπορεί μεν να αξιώσει αποζημίωση, αλλά υποχρεούται να εκπληρώσει τη δική του παροχή. Για τον χαρακτηρισμό μιας υποχρέωσης ως ουσιώδους ή μη ουσιώδους τα αγγλικά δικαστήρια διακρίνουν τις συμβατικές υποχρεώσεις σε warranties και conditions [Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται δεκτή η ύπαρξη και μιας τρίτης κατηγορίας ενδιάμεσων υποχρεώσεων (intermediate obligations), η παράβαση των οποίων κρίνεται κατά περίπτωση ως ουσιώδης και παρέχονται ανάλογα δικαιώματα στον δανειστή. Αν η παράβαση έχει ως συνέπεια την πλήρη αποστέρηση του δανειστή από το όφελος της σύμβασης, τότε πρόκειται για ουσιώδη παράβαση που γεννά δικαίωμα υπαναχώρησης (βλ. Hong Kong Fir Shipping Co v. Kawasaki [1962] 2 Q.Β. 26)]. Κάθε συμβατική υποχρέωση αποτελεί μια warranty, της οποίας η εκπλήρωση δεν θεωρείται ουσιώδης για τη σύμβαση, έτσι ώστε η παράβαση της να γεννά μόνο ευθύνη προς αποζημίωση. Αντιθέτως, ως condition χαρακτηρίζεται η υποχρέωση που θεωρείται από τα μέρη ως ουσιώδης για την εκπλήρωση της σύμβασης. Όπως συνήθως λέγεται, μια υποχρέωση αποτελεί condition , όταν αποτελεί τη βάση και σχετίζεται με τον σκοπό της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η παράβαση της από τον ένα συμβαλλόμενο να έχει ως συνέπεια η τυχόν εκπλήρωση της να μην επιφέρει το αποτέλεσμα που επιδίωκε ο άλλος συμβαλλόμενος.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η περίπτωση της εκ των προτέρων παράβασης (anticipatory breach), η οποία τυγχάνει ιδαίτερης ρύθμισης: Ακόμη και δεν έχει επέλθει η μη εκπλήρωση αλλά ο οφειλέτης ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συνάγεται σαφώς ότι δεν πρόκειται να εκπληρώσει την παροχή, ο δανειστής μπορεί να θεωρήσει τη συμπεριφορά αυτή ως παράβαση της σύμβασης, να υπαναχωρήσει και να αξιώσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση.
 β) Αμερικάνικο δίκαιο: Το αμερικάνικο δίκαιο υιοθετεί κατά το πλείστον τις ρυθμίσεις του αγγλικού δικαίου. Αξιοσημείωτη είναι όμως η εγκατάλειψη από το Restatement 2nd of Contracts (§ 237 επ.) της διάκρισης των υποχρεώσεων σε warranties και conditions και η παράθεση μιας σειράς κριτηρίων, με βάση τα οποία κρίνεται το ουσιώδες ή επουσιώδες της παράβασης, όπως η συμμόρφωση του οφειλέτη με τις επιταγές της καλής πίστης, η επάρκεια της αποζημίωσης ως υποκατάστατου της μη εκπλήρωσης και η αξία της εκπλήρωσης της υπόλοιπης σύμβασης για τα συμφέροντα και τις προσδοκίες του δανειστή. Τα αμερικανικά δικαστήρια είναι πιο ελαστικά από τα αγγλικά όσον αφορά τη δυνατότητα καταδίκης του οφειλέτη σε εκπλήρωση της σύμβασης, η οποία προβλέπεται ρητώς στην § 2-716 του Uniform Commercial Code.
γ) Σύμβαση της Βιέννης: Ενόψει των παραπάνω θεμελιωδών διαφορών ως προς την αντίληψη και τη ρύθμιση της ανώμαλης εξέλιξης των συμβατικών ενοχών, η Σύμβαση της Βιέννης αποτελεί μια αξιόλογη προσπάθεια συμβιβασμού των ιδιορρυθμιών των διάφορων δικαίων και δημιουργίας ενός ομοιόμορφου δικαίου με σκοπό την ασφάλεια των διεθνών συναλλαγών. Ωστόσο, οι συμβιβασμοί που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βιέννης δεν είναι πάντοτε επιτυχείς. Έτσι, για παράδειγμα, το άρθρο 28 αναγνωρίζει μεν την αξίωση ενός από τους συμβαλλομένους για εκπλήρωση της παροχής, όπως γίνεται δεκτό στα ηπειρωτικά δίκαια, αλλά ορίζει επιπλέον ότι το δικαστήριο δεν υποχρεούται να εκδώσει απόφαση που να καταδικάζει τον οφειλέτη σε (αυτούσια) εκπλήρωση, παρά μόνον αν έχει τέτοια υποχρέωση σύμφωνα με το δίκαιο του (lex fori) σε παρόμοιες συμβάσεις που δεν διέπονται από τη Σύμβαση. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρεται όμως ένα πλήγμα στην ομοιομορφία που επιδιώκεται με τη Σύμβαση, καθώς τα δικαστήρια της αγγλοαμερικανικής οικογένειας δεν υποχρεούνται κατ’ αρχήν να εκδίδουν αποφάσεις που να διατάσσουν αυτούσια εκπλήρωση. Αν και το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Βιέννης είναι περιορισμένο (βλ. άρθρα 1 επ.), αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά στις βασικές ρυθμίσεις της, διότι περιέχει μια πλήρη ρύθμιση της ανώμαλης εξέλιξης των συμβάσεων πώλησης κινητών.
Οι κυριότερες λοιπόν ρυθμίσεις της Σύμβασης της Βιέννης έχουν ως εξής: Η Σύμβαση ενοποιεί τις διάφορες κατηγορίες πραγματικών περιστατικών (π.χ. αδυναμία εκπλήρωσης, υπερημερία, πραγματικά ελαττώματα ή έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων), που θεμελιώνουν ευθύνη του οφειλέτη, υπό τη γενική έννοια της αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων, η οποία έχει ενιαίες έννομες συνέπειες, ανεξαρτήτως από τη μορφή που λαμβάνει κάθε φορά (βλ. άρθρα 25, 45 και 61). Σε αυτό δηλαδή το σημείο η Σύμβαση ακολουθεί την παράδοση της αγγλοαμερικανικής και της ρωμανικής οικογένειας. Υιοθετεί επίσης τη ρύθμιση του γαλλικού δικαίου, επιτρέποντας τη σωρευτική άσκηση τόσο του δικαιώματος υπαναχώρησης όσο και της αξίωσης αποζημίωσης (άρθρο 81 § 1). Η Σύμβαση αποδεσμεύει την ευθύνη προς αποζημίωση από την ύπαρξη πταίσματος εκ μέρους του οφειλέτη (άρθρα 45 § 1β, 61 § 1 β και 74 επ.) και θέτει ως προϋπόθεση της άσκησης υπαναχώρησης το ουσιώδες της συμβατικής παράβασης (άρθρα 49 § 1α και 64 § 1α). Τέλος, εκτός από την ουσιώδη παράβαση συμβατικής υποχρέωσης, προβλέπει ως λόγο υπαναχώρησης την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας που τάσσει ο δανειστής στον οφειλέτη για εκπλήρωση των υποχρεώσεων του (άρθρα 49 § 1 β και 64 § 1 β).

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More